Πεντάλοφο - Ποδολοβίτσα
Αγαπητοί Επισκέπτες Καλώς Ήρθατε Στο Χωριό Μας
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024 21:05 επισκέπτες: 15
Skip Navigation Links

Τοπικό Λεξικό

Προσπάθεια να καταγραφούν οι τοπικές λέξεις και εκφράσεις στο www.pentalofo.gr το οποίο και φιλοξενεί το πρώτο λεξικό τοπικών εννοιών, και των ερμηνειών τους. Φιλοδοξία είναι να πλουτίσει το μικρό αυτό λεξικό και να αποδείξει αφετέρου πόσο ζωντανή είναι η ντόπια ομιλία μας, αφού χρησιμοποιείται κατά κόρον και από τους νέους ανθρώπους του Χωριού μας (και μεγαλύτερους) σε συζητήσεις και αναφορές στο διαδίκτυο. Ένα λεξικό χρήσιμο για κάθε φοιτητή, σπουδαστή, επισκέπτη, αυτού του Χωριού, που θα τον βοηθήσει κατά τον καλύτερο τρόπο να κατανοήσει τους κατοίκους της περιοχής.

Τοπικό Λεξικό
ΛΕΞΗ
ΕΝΝΟΙΑ
   

Στην προσπάθεια για βελτίωση του λεξικού παρακαλούμε προσθέστε τοπικές λέξεις στο λεξικό μας


ΛΕΞΗΕΝΝΟΙΑ
A 
α! α! α!ναι! ναι! ναι!
ααα;τι είπατε;
αααααααασωστά ή κατάλαβα
αβέρτασυνέχεια
αγάλια-αγάλιασιγά-σιγά
αγγόναη εγγονή
αγγόνιο εγγονός
αγκέλωνωτσιμπάω
αγκωνάριμεγάλη πέτρα
αγώιτο μεροκάματο και η μεταφορά των αγαθών από τον αγωγιάτη
αδικείακριβώς εκεί, επιτόπου
αϊάντε πήγαινε
ακορμένομαιακούω με προσοχή
ακουρμάσάκου, δώσε προσοχή
αλάργαμακριά, περίμενε
αλιάαλίμονο
αλόκιοολόκληρο, όλο μαζί, ακέραιο
αλσίβααπορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη
αλυχτάωγαυγίζω
αλώντσααλώνισα
αμάλαγοαπείραχτο, ανέγγιχτο
αμόλτσαάφησα
Αμπόνου Σπρώχνω
αμπουριάπόρτα ή τρύπα σε φράχτη
αμπούριασαζαλίστηκα από καπνό
αμπόχνουσπρώχνω, άμποξα = έσπρωξα
αμτίπως
ανάκρακουράγιο
αναμέρακάνε άκρη
αναμεράωκάνω στην άκρη
ανασκέλωνωαναστατώνω, ανασκέλωσα = αναποδογύρισα
αναχαράζωαναμασάω την τροφή, μηρυκάζω
αντάραομίχλη, θολούρα
αντικιαστάστα τυφλά, στο περίπου
αντράλαφασαρία ,ζάλη
αντράλα, χαρβαλασιόφασαρία
αντραποδίθκα, περδικλώθκασκόνταψα
απάν - απκάτ - σιακεί - σιαπάνδήλωση κατεύθυνσης
απθαμήπιθαμή
απθώνωαφήνω κάτι κάπου
απίδσαπήδηξα
απίστουμαμπρούμυτα
απόκαμακουράστηκα αρκετά
αποκιόαπό εκείνο
αποκουντριασμένουςαποχαυνωμένος
απόρξεαπέβαλλε
αποσβολώθκαμου πετάχτηκαν τα μάτια έξω
απόστασακουράστηκα
απούθιαπό πού
απουμόθκαπνίγηκα, δύσπνοια
απστόμσεαναποδογύρισε
αραδιάζωψάχνω, λέω, περπατάω
αραμπάςβοιδάμαξα
αρίδαπόδι
ασβισταριάλάκκος που σβήνουμε ασβέστη
ασκένουμισιχαίνομαι
αστόησαξέχασα
αστουχάωξεχνάω
αύλακαςαυλάκι, ρυάκι
αφσκιάασχήμια
αφτούακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)
αφύσκοάσχημο, κακό
αχαΐρευτοςανεπρόκοπος
αχαμνόςο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, ο άπαχος, ο ξερακιανός. ο λιγνός, ο ατροφικός
αχούριαχερώνας, στάβλος, βρώμικο και ακατάστατο μέρος "σαν αχούρι"
αψάη οξύτητα
Β 
βάβουγιαγιά
βαζόγαλοτο μεταλλικό κουτί από γάλα
βάισαγύρισα στο πλάι, έγειρα
βάϊσαΓύρισα στο πλάι, έγειρα
βάκραπροβατίνα με μαύρο κεφάλι
βαλάντωσα (στο κλάμα)έκλαψα πάρα πολύ
βάντακλωνάρι δένδρου
βάραγγαςνερόλακκος στην κοίτη του ποταμού
βαρβάτμαζευγάρωμα ζώων
βαρβατσέλιμικρό τραϊ που θέλει να κάνει τον τράγο
βαρκόακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει
βαρυγκόμιασα είμαι στεναχωρημένος, έπεσα σε κατάθλιψη
βατσνιάαγκάθια - πουρνάρια
βαφτζμένουβαπτισμένο
βέλαξα (απ'τον πόνο)φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ
βελέντζαμάλλινη κουβέρτα, φλοκάτη
βζένουθηλάζω
βζουπιάνουβοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει
βιλέντζαμάλλινο σκέπασμα
βίτσαβέργα
βολά (μια)μια φορά
βόμπραςμικρό παιδί, μικροκαμωμένος
βούζακοιλιά φουσκωμένη - βατράχι μεγάλο
βούκινοέγινε ρεζίλι στο χωριό
βούρτσαξύλινος κάδος για την παρασκευή βουτύρου
βουρτσόξλοτο ξύλο με το οποίο χτύπαγαν το γάλα στη βούρτσα
Γ 
γαλάριατα ζώα που έχουν γάλα
γαλατόπταπίττα από γάλα
γάναμουντζούρα από κάρβουνο
γατσόμαλλαοι μικρές τρίχες στο σβέρκο
γατσούλιγατάκι
γέρεψαγιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός
γιάκάκουσε (για άκουσε)
γιαλίσκακαθρεφτίστηκα
γιέρεψαγιατρεύτηκα, έγινα καλά
γίνγκειαόριστος του γίνομαι
γιόμαμεσημέρι
γιόμσμαγέμισμα
γιουμώνωγεμίζω
γιουρτάσουγιορτή
γκαβόςτυφλός
γκαβούλιακαςστραβάδι, δε βλέπει καλά
γκαβώθκατυφλώθηκα
γκάνιαξαδίψασα πολύ
γκιγούμμεταλλικό δοχείο
γκιόσαμεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα
γκισέμτράγος
γκλιορεύωείμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πριν με πάρει ο ύπνος
γλέπωβλέπω
γλίναγεωσκόληκας
γόναγόνατο
γούπατοεσοχή, κοίλωμα στο έδαφος
γουργουλεύωανακατεύω
γούρμασεωρίμασε
γούρναλάκκος
γουρνάρςβοσκός γουρουνιών
γουρνοτσάρχααυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
γουρνουτσάρχααυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
γουρουμπούλιασεσβόλιασε
γραδώνωστριμώχνω, αγκιστρώνω, σκαλώνω , μπλέκομαι
γρέκιτο μέρος που κοιμούνται τα ζώα τη νύχτα
γριντάλιο θεόρατος άνδρας
γρουμπούλιστρογγυλός όγκος, καρούμπαλο
γρούνιτο γουρούνι
γύκοςσωρός από στρώματα-ρούχα
γυνίη μύτη από το αλέτρι, το υνί
γυρουβουλιάπεριστροφή, στροφή γύρω γύρω
Δ 
δαμάλιταύρος
δαυλίδαύλος
δαχλιάδακτυλικό αποτύπωμα
δαχλίδδαχτυλίδι
δαχλουδάχτυλο
διακονιάρςζητιάνος
διαολοκνιέμαιέχω νευριάσει, είμαι ανήσυχος
διάτανους ο διάβολος
δίματδεμάτι
δκαμδικά μου
δλειάδουλειά
δρασκέλατοπήδατο, πηδηξέ το
δριμόνικόσκινο
Ε 
έβγαβγες
εδωγιάεδώ, σε αυτό το σημείο
έζαψαέφαγα πολύ ή ήπια πολύ
εζγειζούσε
έζγειζούσε
εκιόεκείνο
έντισαέμπλεξα
έρμουέρημο
Ζ 
ζαζώα
ζαβλακώθκανύσταξα ή δεν ξέρω που είμαι
ζαβώνωστραβώνω
ζαλίγκακαβάλα στους ώμους, καβαλαρία
ζαλίγκιτο φόρτωμα στην πλάτη
ζαλοκνιέμαιζαλίζομαι, κουνιέμαι
ζαμάνιμεγάλο χρονικό διάστημα
ζαργκόθκαμεταφέρω κάτι στην πλάτη (συνήθως ξύλα)
ζαρκόγυμνό
ζάφτδαμάζω , ελέγχω, το φέρνω στα μέτρα μου
ζάφτωπίνω ή τρώω λαίμαργα
ζβάουσβήνω
ζγαρλάωανακατεύω, πειράζω, ξύνω
ζγουρζυγούρι
ζγώνωπλησιάζω
ζέχνωβρωμάω
ζίβασβήσε (ζίβα τ'φεξ = σβήσε το φως)
ζλάπτο ζώο γενικώς, ο ατίθασος άνθρωπος
ζμαρζυμάρι
ζμιζουμί
ζμπάωπιέζω - σπρώχνω
ζμώνουζυμώνω
ζντάβλιμακριά μασιά
ζούδιαάγρια μικρά ζώα
ζούμπιρομικρό έντομο
ζουμπλιάζω πιέζω κάτι δυνατά για να αλλάξει σχήμα
ζουντόβολοζώο
ζουστήραλωρίδα δέρματος, η ζώνη
ζτροχιάστηκαστριμώχτηκα, ζτροχιάζω = στριμώχνω
Η 
ήβραβρήκα
Θ 
θειάθεία
θέρσαθέρισα
θκομδικό μου
θλιάθηλιά
θλικώνωκουμπώνω
Ι 
ικιόεκείνο
ιπίτιδιςμε πρόθεση
ιπρουχτέςπροχθές
ιψέςχθες
Κ 
κακαβάνιτσίγκινα άδεια κουτάκια, βάζα ή υποδηλώνει φθορά (το έκανες κακαβάνι το αυτοκίνητο)
καλιγκότςκάποιος κουβαλάει κάποιον στην πλάτη του
καλιγώνουπεταλώνω
καλογιάννοςμικρό πουλάκι
καλοέροςκαλόγερος
καμτσίκμαστίγιο
καμώνουοργώνω, κάνω κάτι
κάπαμάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γίδας
καρδάραμεταλλικός κουβάς για το γάλα
καρκαλέτςκοκίτης
κάρκαλοκάρβουνο
καρκαλοϊόταικακαρίζει (η κότα)
καρκαλοϊτόανακοίνωση νέου αυγού από την κότα
καρκαμπίλαήλιος καυτός
καρκόθκαπνίγηκα
κάρνακάρβουνα
καρυδώνωπνίγω (θα τ'καρυδώσω)
καρύκιτο μήλο του Αδάμ στο λαιμό
καταΐκάτω
κατακλείδιασαγόνι
καταψιάγουλιά ή μπουκιά
κατκιόκατοικία, σπίτι
κατράωκατουρώ
κάτσεκάθισε
κατσίτικαθίστε
κατσούλαη κουκούλα από πανωφόρι
καψαλίσκακάηκα, καψαλίστηκα
κένωσεσερβίρισε (κένωσε το φαϊ = σερβίρισε το φαγητό)
κίθικατά 'κεί (κίθι πήγαν = κατά εκεί πήγανε)
κιόαφού (κιό δεν έχω φράγκο)
κιότευωδειλιάζω, φοβάμαι (κιότεψα = δείλιασα, φοβήθηκα)
κλάθκακουλάθηκα
κλαμπάνισμαπαράγω θόρυβο για να τρομάξω τα ψάρια
κλαπατσίμπαναόργανα, ορχήστρα
κλιορεύομαικοιμάμαι
κλιτσινάρπόδι αδύνατο
Κοκαλιάρης Λεπτός
κοκονάκιόταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα.
κοκόσεςκαρύδια
κόρτζακουβαλάω κάποιον ή κάτι στην πλάτη
κοσάτο δρεπάνι
κουκουτσέλιμικρός κόκορας
κουλουκθόπταπίττα από κολοκύθα
κουμάσιγουρουνόσπιτο (παλιάνθρωπος)
κουμπίναθεριζοαλωνιστική μηχανή
κούντρισαχτύπησα το κεφάλι μου
κουρίταξύλινη μακρόστενη κατασκευή για το τάισμα των ζώων
κουρκούτχυλός
κουρκουτιάζωχαζεύω
κουρλαίνωτρελαίνω
κουρόμπλακορόμηλα
κουσέβουτρέχω
κουσίτρέξιμο
κουτάουτολμώ
κουτόπλουκοτόπουλο
κρεβατίνακληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο
κρένωμιλάω
κρικέλακρίκος αλυσίδας
κριμαντζαλίεμαικρέμομαι, κρεμιέμαι
κριτσάλσεέτριξε
κρυπόνωκρύβω, κρύποσα = έκρυψα
κτσιούμπκομμένος κορμός δέντρου και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
κφάλακοίλωμα δένδρου ή τρύπα δοντιού
Λ 
λαγαρίζωδιαβαίνω
λαιμαριάπεριλαίμιο του αλόγου
λαΐνιπήλινο δοχείο για νερό
λάιοςμαύρος
λάκσα (πλυθ. λακίσαμαν)πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας
λαμπουγυάλιΤο γυαλί της λάμπας πετρελαίου
λάπατολάχανο
λαρώνωησυχάζω
λελέκιο πελαργός
λιανοματακερματα
λιανόματατα κέρματα, τα μικρά αντικείμενα
λιανόςλιγνός
λιάρδαφσέκι, μεθώ
λίβαςζεστός άνεμος
λιμπάαρ***α
λισγάρτο μυτερό φτυάρι
λιτρουβιό, λιουτρίβελαιοτριβείο
λόγγουςδάσος
λόντζαμπαλκόνι
λούρουςλεπτό κομμάτι ξύλου
λούστκαλούστικα, πλύθηκα
λούταη αχτένιστη, απεριποίητη γυναίκα
Μ 
μαβλάωπροσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια
μαζώνουμαζεύω
μακελεύωλιανίζω
Μαλάθαμεγάλο καλάθι που χρησίμευε για να φυλάσσεται το ψωμί
μαλιότακάπα από τρίχες γιδών
μανάλιμανουάλι
μαντρίστάβλος
μαργώνωκρυώνω, ξεπάγιασα (μάργουσα απ του κρύου) 
μαρκαλάωκάνω sex
μαρκούτσξύλο, αντρικό όργανο, κάτι που δεν ξέρω πως δουλεύει, (φέρ'το μαρκούτσ)
μαρμίτατα λεφτά
μάσταμάζεψέ τα
ματζαφλάρκάτι μακρύ, αυτό που ...κρέμεται !!
ματουϊάλαγυαλιά οράσεως
ματσαλάωμασάω
μάτσκαςο θηριώδης άνδρας
μέσπλομούσμουλο
μισάλιτραπεζομάντηλο
μουβόρκουςαιμοβόρος
μουρήαγενής προσφώνηση σε γυναίκα
μουτιλο βούρκος, βαλτώδης, λασπώδης τόπος
μούτοςμουγκός
μπαΐλτσαζαλίστηκα
μπακακάκιβατραχάκι
μπακανιάρικοτο παιδί, πού έχει πρησμένη κοιλιά
μπακάνιασαπρήστηκα, από το πολύ νερό, ποτό
μπακράτσμικρό καζάνι
μπαλαμούτσατο πέλμα του ποδιού
μπαρχάλαδιχάλα, βρομοδουλειά
μπασάέχει ρεύμα, φυσάει
μπιζέρσαβαρέθηκα
μπικιώνακανάτα
μπλαθρώνωκαλύπτω, σκεπάζω κάτι πρόχειρα,
μπλάναχωμάτινος σβόλος
μπλαντάμό άχαρος, χοντροκομμένος άνθρωπος
μπλαρμουλάρι
μπλατσανάωπλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
μπολιάζωεμβολιάζω
μπόλκουαρκετό
μπομπότατο ψωμί από καλαμποκάλευρο
μπούγλατενεκές
μπουγλί κυλινδρικός τσίγγινος τενεκές
μπούζικρύο
μπουρμπούτσαλοέντομο
μπουχαρήςκαμινάδα
μπράσκαμεγάλος βάτραχος
μπραστέφυγε γρήγορα
μσάκαβατράχι - vampire μεγάλου μεγέθους που πίνει αίμα από πρόβατα, η μσάκα είναι επίσης γνωστή και σαν "μπράσκα", εξού και ο "μπασκοκοίλης" ο μσάκας = αυτός που είναι χοντρούλης
μσαφραίοιεπισκέπτες
μσκάρμοσχάρι
μσομισό
μτσούδιαμούρη, πρόσωπο
Ν 
νομ' ή ναμ'δώσε μου
νταβάνιάγριο έντομο
νταβάςταψί
νταβλαρώθκαέπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
νταβρατζμένοςδυνατός
ντάλακαταμεσήμερο, ζεστό μεσημέρι
νταούλιασεμέθυσε
ντέσμουμπλέξιμο
ντιπτελείως, εντελώς
ντιρλικώνουτρώω καλά
ντμπάτσαμαντην πατήσαμε
Ξ 
ξαγκλίζουξεμπλέκω τα μαλλιά, πειράζω, ενοχλώ
ξάιτα αλεστικά που παίρνει ο μυλωνάς
ξαμώνουαπλώνω το χέρι
ξαποστάζωξεκουράζομαι
ξεκλιτσνιάσκειδιαλύθηκε
ξεπατώθκαδιαλύθηκα, κουράστηκα
ξεσκανταλίσκειαπορυθμίστηκε
ξεσκλάωσκίζω
ξεσπάραξαμετακίνησα
ξετσάνισεςαπέκτησες θάρρος
ξηρκόξεραμένο
ξιζάρκοτοςγυμνός
ξιζαρκώθκαξεγυμνώνομαι
ξιθλικώνουξεκουμπώνω
ξικάμπσαεμφανίστηκα
ξικλιάσκαέσκασα στο φαί
ξιμουτόχεπίτηδες, αποκλειστικά
ξιμπλέκουξεμπλέκω
ξιπαστρεύουξεκαθαρίζω
ξιπιτσάσκαξεφλουδίστηκα
ξισγαλίστκαγδάρθηκα
ξισκουτίσκαΜεταφορική λέξη , μου βγήκαν τα συκώτια (βγες έξω να ξισκουτισείς = βγες έξω να ηρεμήσεις, να πάρεις αέρα)
ξιτσάνσιξεθάρρεψε, όταν κάποιος αποκτάει θάρρος
ξιτσαουλιάστκαμου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι
ξόγανουάσχημη γυναίκα
ξομπλιάζωκουτσομπολεύω, ξόμπλ' = κουτσομπολιό
ξουράφξυράφι
ξουραφίσκακόπηκα με ξυράφι
ξουρέξιαξεχωριστή περιποίηση στο φαγητό
ξούρζμαξύρισμα
ξπολύθκαέβγαλα τα παπούτσια
Ο 
όκασυνήθως εκφράζει απορία
ούισυνήθως εκφράζει έκπληξη
ούλαόλα
ουλουένασυνέχεια
ουχτρόςεχθρός
όχτουςόχθη, γκρεμός
Π 
παένουπηγαίνω
παραμάζουματο πήρα μαζί
παρασάνταλοτρελό, χαζό
παρασόλισαφοβήθηκα, τρελάθηκα
παραστένουμιμούμαι
παρμάκικάγκελο
πάφλας (πλυθ. παφίλια)τσίγκος, τσίγκινος
πετσίεπιδερμίδα, δέρμα
πθαμήπιθαμή, παλάμη
πινιάρςαυτός που παινεύεται
πκάμσουπουκάμισο
πλακοπάϊδαπαγίδα για πουλιά με επίπεδη πέτρα
πλακόφωνοπικάπ
πλιπουλί
πλομάτσαστρώμα
πλουτούμμούσκεμα
Πνίγονται Μεταφορική
ποστιάζωβάζω το ένα πάνω στο άλλο, ταχτοποιώ
πουλπουντίρμικρή σαύρα
πουνιάζομαιτρώω
πουτσαράςπαλληκάρι
πράματατα πρόβατα, τα ζώα
πράταπρόβατα
πρατίναπροβατίνα
πριτσαλίστκακάηκα
πριτσιαλάωκάνω sex
προυγκάουφοβίζω, διώχνω
προυκάνουπροφτάνω, προλάβω
πσλάψηλά
πτσαραςαγόρι (αντίθετο τσούπα = κορίτσι)
πτσάςυποτιμητικά ο άνδρας
πυρουστιάΕξάρτημα (μεταλλικός τρίποδας) που βάζουμε πάνω από τη φωτιά για να βάλουμε την κατσαρόλα
Ρ 
ραχάτανάπαυση, τεμπελιά
ραχατιάζωξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι
ρέκαξα, ρεκοβέλαξακλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το δάχλο = αιτία για ρεκοβέλασμα)
ρέκοςσπαρακτικό κλάμα, πόνος
ρζάφτη περιοχή κάτω από το αφτί (ρίζα αφτιού)
ροδοσσάίχνη από ρόδα
ρόκακαλαμπόκι
ρουγουβίζπλαστική ελαστική ρόγα που χρησίμευε για τάϊσμα μικρών αρνιών, Το μπιμπερό
ρουπώνωχορταίνω, ρούπωσα = έφαγα
ροχνάωροχαλίζω
Σ 
σάζομαι-σάξφτιάχνομαι-φτιάξου ή περιποιήσου
σάιζμακάλυμμα κρεβατιού
σακατεύτκαχτύπησα
σαλιβάριφερετζές για ζώα (προς αποφυγή δαγκώματος)
σαμσουσάμι
σαπέραςο άσχετος
σαπίτςτο φίδι σαπίτης
σατίλιο κουβάς
σάφαρατα πεσμένα φύλλα των δέντρων
σαφρακιασμένοτο αδύνατο ή αδύναμο, το κακόμοιρο
σβιρκαριάσβέρκος, λαιμός
σβόηρας - κατσκανάρζωηρός
σβουνιάκόπρανα αγελάδας
σβούρατοπέτα το (το σβούριξα = το πέταξα)
σβουρνιξέ τοπέταξέ το
σιμπάωανακατεύω (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ)
σιούγκρα τονσκούντησέ τον
σιρκόαρσενικό
σιτζίμλεπτό σχοινί
σκαλτσούνιακάλτσες
σκαμνιάμουριά, σκάμνα = μούρα
σκαπθώνωανακατεύω, ψάχνω
σκαστούριαφωτοβολίδες, βεγγαλικά
σκαφιδαλεκανη
σκαφίδαμεγάλη λεκάνη
σκλαρίκσκουλαρίκι
σκλικσκουλήκι
σκομαΐδαξερό σύκο
σκούζουφωνάζω δυνατά
σκουτιάρούχα
σκόφλαφύλλα σύσκιας
σκρουμποσκαρβουνιασμενοσ
σκρούμποςκάηκε εντελώς - καρβουνιάστηκε
σκύβαλαυποπροϊόν μετά το κοσκίνισμα του σιταριού
σκυλεύουντιόταν ζευγαρώνουν τα σκυλιά
σμακοντά
σμαζώνουσυμμαζεύω , τακτοποιώ
σουντάουορμάω
σπαράωμετακινώ ή μετακινούμαι ελάχιστα (σπάρα = κουνήσου)
σπρισπόρος, σπυρί
σπρουίδσπουργίτι
σταβάριαπλαίσιο που στερεώνονται τα υνιά στο άροτρο
στουρνάρσκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος
σφαλαγγούδιααράχνες
σφιτζουριζωπεταω
σφουγγάωσκουπίζω
σφουντίλιεξάρτημα της ρόκας γνεσίματος
σφρίδαπρωκτός
Τ 
τένιεςαθλητικά παπούτσια
τέντζερηςχάλκινη κατσαρόλα
τζόκιααρ***α
τίγκαγεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο
τίρακοίτα
τλώνω (αόριστος τίλωνα)γεμίζω ασφυκτικά
τουρτούρσατρέμω από το κρύο
τούφαξάπλα
τραχανόπταπίτα από τραχανά
τράωκοιτάζω
τρουβάςταγάρι
τσάκαπαγίδα
τσακίςέλα  γρήγορα, βιάσου
τσακίσκειέπεσε και χτύπησε άσχημα, ή ήρθε πολύ γρήγορα
τσακμάκιαναπτήρας(περίπου)
τσαούλιασαγόνι
τσαρκαλεύωψάχνω, πειράζω κάτι, σκανταλεύω
τσαρτσίναπαντελόνι μάλλινο
τσάσκαμεταλλική κούπα
τσελπένιπορτοφόλι
τσέντσαντους έντυσαν
τσέργαμάλλινο σκέπασμα, φλοκάτη
τσέρλορευστά κόπρανα
τσιακνιρίδαπολύ λεπτή γάμπα
τσίγαλαάγουρα αμύγδαλα
τσιγκλώπροκαλώ, πειράζω, τσίγκλισα = προκάλεσα
τσίκασπίθα
τσικλίσκασκίστηκα
τσίλιαςΒασίλης
τσιοκανάωευνουχίζω
τσιροπούλιμικρό πουλί
τσίτζαπολύ λίγο
τσίφλια (τα)μάτια
τσόκιο αμόρφωτος, αυτός που δεν έχει τρόπους
τσόλιαπαλιά ρούχα, κουρέλια
τσουκανίζουευνουχίζω
τσούπακόρη
τφεκτουφέκι
τφικάουτουφεκάω
Φ 
φαϊφαγητό
φαρμακώθκαστεναχωρήθηκα
φκιάνουφτιάχνω
φκιάρτο φτυάρι
φλιτράωπετάω (φλιτούρξα = πέταξα)
φουρδάκλιασαπήρα φωτιά
φραστγρήγορη κίνηση
φσέκιλιάρδα, μεθώ
φτάουφτύνω
φτιλφυτίλι
Χ 
χάβουτρώω
χάθκαμανχαθήκαμε
χαλεύωζητάω, αναζητώ, γυρεύω
χαντακώθκααπέτυχα, παταγώδης αποτυχία
χάσκουχαζεύω, αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι
χασουμέρςο αργοκίνητος, ο αργός
χαψάμπουκιά
χιζουβόλσιαέχεσα
χιμουνκόκαρπούζι
χιράμστρωσίδι
χλιάρκουτάλι
χλίζωασπρίζω με ασβέστη
χλιμάραη έντονη μιζέρια
χνόπουροφθινόπωρο
χουγιάζουφωνάζω
χούιελάττωμα
Ψ 
ψένουψήνω
ψουμουτύρψωμί με τυρί
Ω 
ώξουέξω



© 2009-2024 pentalofo.gr