Η νύχτα έπεφτε αργά. Ένα φεγγάρι σάμπως σφήνα πορτοκαλιού, κολυμπούσε θαρρείς, ανάμεσα, από κάτι ξέφτια αναμαλλιασμένα σύννεφα. Εκείνα, ωστόσο, έσμιγαν σε λίγο κάνοντας τον όγκο τους, μια συμπαγή σκοτεινή μάζα κρύβοντας εντωμεταξύ, τη σφήνα του φεγγαριού, πού παράδερνε σαν τον ναυαγό μέσα στ᾿ άγρια κύματα. Ώσπου το 'κρυψαν ολότελα.
Η μπόρα ξέσπασε. Οι χοντρές βελόνες της βροχής, έπεφταν με δύναμη πάνω στο πλακοστρωμένο δρόμο. Κι εκεί έσπαγαν ώσπου γινόντανε θρύψαλα. Συνάμα άφηναν θαρρείς έναν ήχο σαν από αγκομαχητό... έτσι σαν από παράπονο.
Παρ' όλα αυτά η ανταύγεια του ηλίου που μόλις χε βασιλέψει, άφηνε στην ατμόσφαιρα μια δέσμη φωτός που έκανε τον ουρανό να λάμπει όπως το βόρειο Σέλας...
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διακρίνεις καθαρά στην άκρη μέχρι το βάθος του δρόμου μια θαμπή σκιά... Που ωστόσο έμοιαζε αξιοθρήνητη φιγούρα. Αμέσως λίγα μέτρα πιο πίσω μια άλλη σκιά, χειρονομούσε χοροπηδώντας... Κι όπως ύψωνε το χέρι, η λάμα του μαχαιριού που κρατούσε στο χέρι έλαμψε σαν την αστραπή και χώθηκε σαν τ᾽ αστροπελέκι την πλάτη εκείνης της σκιάς που πρωτοφάνηκε τη γωνιά του μικρού στενοσόκακου... Ακούστηκε ένα μουντό και υπόκωφο επιφώνημα: «Ωχ!» Η φιγούρα, αν και στην αρχή τρίκλισε, ωστόσο δεν έπεσε, αλλά εξακολουθούσε να κάνει απεγνωσμένα βήματα... Στη σκοτεινή γωνιά του δρομάκου προσπάθησε να κρυφτεί θαρρώντας πως θα γλίτωνε απ᾿ το βρωμερό χέρι του δολοφόνου... Στη στιγμή ένα άστραμμα φώτισε τα πάντα ολόγυρα. Ενώ το μαχαίρι του φονιά ανεβοκατέβαινε κάμποσες φορές!!!
Απ' το μικρό καφενεδάκι παρακολουθούσαν όλη τη σκηνή οι θαμώνες του. Έβλεπαν καθαρά το θύμα που προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει μέρος από κάπου να πιαστεί και να κρατηθεί στα πόδια του...
Άδικος κόπος.... Κάνοντας λίγα βήματα το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει μπρούμυτα στο λασπωμένο τώρα πλακόστρωτο του στενού δρόμου. Ενώ ο φονιάς, από πάνω ανεβοκατέβαζε το φονικό μαχαίρι... ώσπου το θύμα έπαψε να κινείται.
Ο φονιάς τσαλαβουτώντας σαν τον παλιάτσο μέσα στο στενό δρομάκι, που τώρα γινότανε χείμαρρος, μπήκε σπρώχνοντας την πόρτα μέσα στο μικρό καφενεδάκι. πνιγμένος απ' το νερό της βροχής, κραδαίνοντας ακόμα στο χέρι το φονικό μαχαίρι...
Σωριάστηκε πάνω σε μια καρέκλα, παραγγέλνοντας ένα ποτό. «Κάπελα φέρε μου κονιάκ... πολύ κονιάκ... Ένα μπουκάλι!». Ο κάπελας έτρεξε αμέσως στις προσταγές του. Σκύβοντας λίγο το κεφάλι ρώτησε: «Τι έγινε ξένε μου; Τι συνέβηκε;». Εκείνος γιόμισε ένα ποτήρι απ' το μπουκάλι και κατεβάζοντάς το μέχρι τον πάτο είπε: «Απόψε... σκότωσα... τον αδερφό μου... Ναι... καλά ακούσατε. Σκότωσα τον... αδερφό μου!!».
...Τότε σηκώθηκαν όλοι οι θαμώνες και πατώντας στις μύτες των ποδιών και με φωνή ραγισμένη ρώτησαν: «Γιατί... ;». Κι εκείνος σκυμμένος κοιτώντας τους χαμηλά, απάντησε αργά. μισοσβησμένα: «Γιατί... ήτανε στην... αντικρινή όχθη!!».