Το σπάνιο δάσος του Φράξου
Ένα από τα πιο σπουδαία δάση που σώζονται μέχρι σήμερα και φημίζονται για τη σπανιότητά τους και την απαράμιλλη φυσική ομορφιά τους είναι το δάσος του Φράξου στο Λεσίνι, του Δήμου Οινιάδων. Ένα πραγματικό βασίλειο φυτών και ζώων. Το συγκεκριμένο δάσος έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά παρουσιάζει παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον. Διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία - προσόντα, ώστε να αποτελέσει ένα πάρκο - μάρτυρα της φυσικής ιστορίας της περιοχής. Μεγάλο πλεονέκτημα, το γεγονός ότι μπορεί να το προσεγγίσει κανείς, τόσο από ξηρά όσο και από τη θάλασσα (απέχει 30χλμ. από το Μεσολόγγι, 40χλμ. από το Αγρίνιο και 20χλμ. από τον Αστακό). Εκτός, όμως, από την επιστημονική-συναισθηματική αξία, όπως χαρακτηρίζουν μερικοί την προσπάθεια προστασίας των σπάνιων ελληνικών φυσικών κεφαλαίων, από άποψη καθαρά ωφελιμιστική, οικονομική και κοινωνική το δάσος αυτό μπορεί να αποκτήσει παγκόσμια φήμη.
Η οποιαδήποτε περιήγηση στο δάσος εντυπωσιάζει τον επισκέπτη σε διαφορετικό βαθμό. Την ικανοποίησή του είναι δυνατό να προκαλέσει ένα μόνο στοιχείο του τοπίου ή η σύνθεση όλων των στοιχείων που το συναποτελούν. Η μορφή, η γραμμή, το χρώμα, η υφή, η διαμόρφωση, οι κατασκευές και η βλάστηση είναι στοιχεία που προκαλούν αισθητική ικανοποίηση. Η βλάστηση του δάσους είναι χαρακτηριστική και η θέση Γκυνιάς προσδίδει πανοραμικότητα και ποικιλότητα στο τοπίο. Ο επισκέπτης αντικρίζει ένα χώρο, περικλειόμενο από διάφορες μεταβλητές καταστάσεις (π.χ. φως, εποχή έτους, θέση παρατηρητή).
Ιστορικά στοιχεία
Από ιστορικά στοιχεία προκύπτει ότι στο χώρο του δάσους και στην περιοχή που το περιβάλλει υπήρχε βαλτολίμνη 80.000 στρεμμάτων, με την ονομασία Κυνία (Γκυνιάς). Η τότε τοποθεσία της βαλτολίμνης αυτής περιβάλλεται, τώρα, από λόφους, εκτός από τη νότια πλευρά, όπου όριο με τη θάλασσα αποτελούν οι αλλουβιακές αποθέσεις του Ακαρνανικού τμήματος του Αχελώου ποταμού.
Το 1930 το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε τα αποξηραντικά, εκχερσωτικά και εκμεταλλευτικά δικαιώματα επί του δάσους στο βιομήχανο Επαμεινώνδα Χαριλάου που με τη σειρά του, τα μεταβίβασε το 1932 στη Γεωργική Εταιρεία Λεσινίου που μετέπειτα εκμεταλλεύτηκε γεωργικά την περιοχή. Το 1955 το κτήμα περιήλθε στο Δημόσιο, ενώ το 1959 συστήθηκε ο κρατικός Οργανισμός Λεσινίου που ανέλαβε την αξιοποίηση της περιοχής. Στην έκταση του δάσους υπήρχαν πρόχειρες ποιμενικές εγκαταστάσεις νομαδικών κτηνοτρόφων, χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας στην περιοχή.
Ο φυτικός κόσμος του δάσους
Η συγκεκριμένη δασώδης έκταση που βρίσκεται στη βόρεια περιοχή του Δέλτα του Αχελώου υπολογίζεται περί τα 600 στρέμματα και σχηματίζεται, κυρίως, από αιωνόβιους Φράξους, του είδους Fraxinus oxycarpa. Πέρα από αυτό, υπάρχουν εκεί Ημίλευκες (Populus alba), Ασημοϊτιές (Salix alba), Φτελιές (Ulmus minor) και Δάφνες (Laurus nobilis). Τα τεράστια αυτά αιωνόβια δέντρα είναι πνιγμένα από τα αναρριχητικά φυτά, όπως η Hedera helix, η Vitis vinifera sylvestris, o Smilax aspera και ο Tamus communis. Τα συγκεκριμένα έχουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, όμως, δημιουργούν προβλήματα στην υγεία των δέντρων.
Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του ποταμού Αχελώου διασώζονται πιο μικρά σε έκταση παραποτάμια δάση, υπολείμματα των απέραντων δασών που υπήρχαν κάποτε σε αυτά τα μέρη. Τα συγκεκριμένα δάση σχηματίζονται από Πλατάνια (Platanus orientalis), Καβάκια (Populus nigra), Κλήθρα (Alnus glutinosa) και διάφορους θάμνους, όπως τα Αρμυρίκια και οι Λυγαριές.
Από άποψη ηλικίας η συστάδα είναι γηραιά, τα υπάρχοντα άτομα είναι πολύκλαδα, κακόμορφα και δίνεται η αίσθηση ότι πρόκειται για παρθένο δάσος. Στο μεγαλύτερο μέρος του δάσους δεν υπάρχει αναγέννηση. Σε μερικές θέσεις του, παρατηρούνται ελάχιστα αρτίφυτρα ηλικίας 2-3 μηνών, όμως, η επιβίωση αυτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες ηρεμίας που πρέπει να επικρατούν στο χώρο (προστασία από τη βοσκή, κυκλοφορία, υγρασία εδάφους). Τα σπάνια είδη σε μερικές θέσεις βρίσκονται σε μίξη, προσδίδοντας μεγάλη οικονομική αξία στη συστάδα. Οι προαναφερθέντες φυτοκοινωνίες είναι πολύ σπάνιες στον κόσμο, εξαιτίας της υπερβολικής και παράνομης, πολλές φορές, υλοτομίας που υφίστανται.
Ο ζωικός κόσμος του δάσους
Στην αρκετά μεγάλη αυτή έκταση βρίσκει καταφύγιο σημαντικός αριθμός ζώων. Λόγω και της ύπαρξης νερού υπάρχει μεγάλος αριθμός αμφιβίων και ερπετών. Εκεί, ζουν ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο Φρύνος (Bufo bufo), ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), η Rana ridibunda, οι Νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremys caspica), τα Νερόφιδα (Natrix tesellata και Natrix natrix). Άλλα ερπετά που συναντούμε εκεί είναι η Οχιά (Vipera ammodytes), οι Χερσοχελώνες (Testudo hermanni και Testudo marginata), τα Σαμιαμίδια (Cytrodactylus kotschyi), ο Οφίσαυρος (Ophisaurus apodus), οι Πρασινόσαυρες (Lacerta trilineata), οι Σαύρες (Podarcis taurica και Algyroides nigropunctatus), ο Νανόσκιγκος (Albepharus kitaibelii), ο Τυφλήτης (Typhlops vermicularis), η Σαίτα (Coluber najadum), το Γατόφιδο (Telescopus fallax), ο Σαπίτης (Malpolon monspessulanus), ο Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata), η Δεντρογαλιά (Columber gemonensis) και το Γιατρόφιδο (Elaphe longissima).
Δεν είναι λίγα και τα πουλιά που αναπαράγονται και ζουν εκεί. Τέτοια είναι οι Δρυοκολάπτες (Picoides minor), ο ενδροτσοπανάκος (Sitta europaea), ο Μυγοχάφτης (Muscipata striata), η Σακκουλοπαπαδίτσα (Remiz pendulinus), o Σπίνος (Fringilla coelebs), o Χουχουριστής (Strix aluco) και η Κίσσα (Garrulus glandarius).
Στην περιοχή του δάσους απαγορεύεται το κυνήγι - αν και παρατηρούνται παρανομίες - ενώ σήμερα βρίσκουν καταφύγιο αρκετά διαβατικά και ενδημικά είδη. Πιο παλιά υπήρχαν σε αφθονία αλεπούδες, ασβοί, τσακάλια, λαγοί και άλλα είδη που ζουν σε ελώδη μέρη. Η αριθμητική μείωση των πληθυσμών της πανίδας δε βαρύνει τους κυνηγούς, αλλά πιο πολύ οφείλεται στην εντατική καλλιέργεια και την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων.
Η περιοχή του δάσους αρκετές φορές βόσκετε από κοπάδια αιγοπροβάτων και αγελάδων κτηνοτρόφων με εγκαταστάσεις όμορες στο χώρο, ιδίως κατά τη νύχτα, λόγω και των προβλημάτων φύλαξης που υφίστανται.
Το κλίμα
Από την περιοχή του δάσους δεν υπάρχουν μετεωρολογικά στοιχεία, αφού εκεί δεν υπάρχει εγκατεστημένος μετεωρολογικός σταθμός. Οι βροχές, συνήθως, αρχίζουν το δεύτερο 15ήμερο του Οκτωβρίου και σταματούν το πρώτο 15ήμερο του Μαΐου. Το χιόνι και οι παγετοί είναι αρκετά σπάνια φαινόμενα. Στην περιοχή ομβροφόροι άνεμοι είναι οι νότιοι και οι νοτιοδυτικοί, πιο μεγάλη θερμοκρασία σημειώνεται τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο και η πιο μικρή τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο. Η βλαστητική περίοδος αρχίζει το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και τελειώνει το δεύτερο 15ήμερο του Οκτωβρίου. Με βάση τα παραπάνω εμπειρικά στοιχεία, το κλίμα της περιοχής είναι εύκρατο ημίξηρο.
Το έδαφος
Το έδαφος του επίπεδου μέρους του δάσους είναι βαθύ και πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, κάτι που επιβεβαιώνεται από τα φυόμενα στην περιοχή λίαν απαιτητικά είδη. Είναι μέτριας διαπερατότητας, αργιροπηλώδες - πηλώδες και προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τις αποθέσεις των Ακαρνανικών εκβολών του Αχελώου ποταμού. Σε αρκετά σημεία, ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο, πλημμυρίζει, οπότε καθίσταται σχεδόν αδιάβατο σε απλά τροχοφόρα οχήματα, ενώ δεν φαίνεται ανθεκτικό σε μεγάλες πιέσεις.
Η υπόγεια υδροφορία
Τουλάχιστον πριν από λίγα χρόνια το κύριο χαρακτηριστικό του δάσους του Φράξου ήταν η μικρού βάθους ασθενής υδροφορία, η οποία διαμόρφωσε ιδιαίτερες φυσικές υδατικές συνθήκες που δικαιολογούν τη σημερινή παρουσία υδροχαρών ειδών στη βλάστηση. Σε μικρό βάθος υπήρχε νωπό έδαφος και υψηλή στάθμη του υπεδάφιου νερού. Σήμερα, όμως, λόγω της αποξήρανσης και των νέων αναγκών η κατάσταση έχει μεταβληθεί. Οι υπερβολικές ανάγκες των όμορων καλλιεργούμενων εκτάσεων για νερό, έχουν σήμερα σαν αποτέλεσμα ακόμη και ο Μαγγαναύλακας, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, να μη συγκεντρώνει ικανή ποσότητα νερού. Η κατάσταση αυτή καθιστά ακόμη πιο αναγκαία και επείγουσα την τεχνητή επέμβαση στην περιοχή, με ποτίσματα ή κατακλυσμό της επιφάνειας του εδάφους.
Μέσα στο χώρο του δάσους υπήρχαν, παλιά, τρεις πηγές ή αλλιώς ματάκια, όπως τα λένε στην περιοχή, που έφερναν υπόγεια νερά στην επιφάνεια. Σήμερα, υπάρχουν μόνο δύο, των οποίων τα νερά οδηγούνται έξω από την επιφάνεια του δάσους, τη στιγμή που το ίδιο το δάσος πάσχει από έλλειψη υγρασίας. Μια από αυτές τις πηγές ονομάζεται Καταβόθρα και φημίζεται για το γάργαρο νερό που αναβλύζει. Αυτό παροχετεύεται στην τάφρο που βρίσκεται στο βόρειο μέρος και ονομάζεται Μαγγανάρης ή Μαγγαναύλακας
Οικολογικά και τοπογραφικά στοιχεία
Το ελεγχόμενο, από το Δασαρχείο Μεσολογγίου, μέρος του δάσους έχει έκταση 436,591 στρέμματα (πεδινό τμήμα) και εξαπλώνεται με τη μορφή λωρίδας, της οποίας ο άξονας διήκει από ανατολικά προς δυτικά. Είναι επίπεδο, με ανώτερο υπερθαλάσσιο ύψος το ένα μέτρο. Οι κλίσεις που υπάρχουν στο πεδινό τμήμα είναι ελάχιστες (1-2%). Η επίπεδη επιφάνεια του δάσους διακόπτεται από μικρές εξάρσεις, ασήμαντες γεωμορφικά και μάλλον τεχνητά σχηματισμένες. Κατά τη χειμερινή περίοδο το έδαφος αρκετές φορές κατακλύζεται από νερά, κατά τους θερινούς μήνες, όμως, είναι ξηρό και μακροσκοπικά η έλλειψη υγρασίας φτάνει σε μεγάλο βάθος.
Κίνδυνοι-προβλήματα
Τα προβλήματα και γενικότερα οι κίνδυνοι που διατρέχει καθημερινά το δάσος του Φράξου ως φυτοκοινωνία είναι πάρα πολλά.
Ιδιαιτέρως δυσμενής έχει αποδειχθεί η επίδραση της βοσκής, των υλοτομιών και της κλαδονομής κατά το παρελθόν, αφού σύμφωνα και με τους ειδικούς δασολόγους, το δάσος δεν είναι και στην πιο καλή του κατάσταση σήμερα, κάτι που είναι εμφανές ακόμη και σε όσους δε διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις.
Πριν αρκετά χρόνια οι περίοικοι θεωρούσαν φυσικό να ικανοποιούν μερικές ανάγκες τους, άθελά τους βέβαια, εις βάρος του δάσους, χωρίς να γνωρίζουν τις συνέπειες που υφίσταται. Την τελευταία δεκαετία, με βάση τα επίσημα στοιχεία του Δασαρχείου, οι ανθρωπογενείς επιδράσεις μειώθηκαν, δεν έχουν εκλείψει όμως τελείως.
Διαρκή και μόνιμο κίνδυνο αποτελούν και οι πυρκαγιές. Κατά τη θερινή περίοδο, μάλιστα, αυξάνεται επικίνδυνα, εξαιτίας της άφθονης ξερής βλάστησης στον υπόροφο του δάσους. Από φυσικά αίτια παρατηρούνται ανεμορριψίες (λόγω της μεγάλης ηλικίας και της προβληματικής υγιεινής κατάστασης αρκετών δέντρων), οι οποίες φυσιολογικά αναμένεται να ελαχιστοποιηθούν με τη λήψη δασοκομικών μέτρων και την αναγέννηση της συστάδας.
Ένα άλλο, τέλος, πρόβλημα είναι και η εγκατάσταση μέσα σε αυτό πολυάριθμων μελισσιών που εκτός των άλλων δεινών, πολλές φορές καθιστούν προβληματική τη διέλευση των επισκεπτών. Τα έργα υποδομής δεν επαρκούν
Όσον αφορά στην αξιοποίηση και στη διάσωση του σπάνιου αυτού μνημείου της φύσης έχουν γίνει πάμπολλες μελέτες, αλλά δυστυχώς ελάχιστα από τα προβλεπόμενα έργα έχουν υλοποιηθεί. Έτσι, λείπουν από το δάσος υποδομές που θα το βοηθούσαν να προβληθεί και να αναδειχτεί έξω από τα σύνορα του νομού Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και της χώρας μας. Τα έργα είναι ελάχιστα. Μερικά από αυτά, τα οποία είναι και εμφανή στον απλό περιηγητή, το δίκτυο πεζοδρόμων - περιβαλλοντικών μονοπατιών, κάποιοι χώροι ανάπαυσης επισκεπτών, ξύλινες περιφράξεις και χώροι ανάπαυσης τουριστών σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογούν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου δάσους.
Αλέξανδρος Μπίκας