Σαν δυο περιστέρια έπεσαν απ' τ' ουρανού τα πλάτυα. Κι έλαμψε ένα γύρω το πλάτωμα του δρόμου. Κι οι δυο όχθες σάμπως να φθόνεψαν την ομορφιά τους, λες και ζήλεψαν τη λάμψη τους.
Το μίσος σέρνεται σαν ερπετό. Όλα θέλει να τα σβήσει. Κι όλα να τα αφανίσει, ρίχνοντάς τα στο σκοτάδι. Κι εκείνα κατέβαιναν από τις νεφέλες τ' ουρανού ντυμένα το φως της οικουμένης μ' ένα κλαδί στο ράμφος τους, μ' ένα κλαδί ελιάς... του γάμου τους στολίδι.
Εκείνος απ' το χέρι την κρατούσε κι εκείνη μεθυσμένη έγερνε απάνω του απ' τη χαρά του έρωτα και της αγάπης.
Πού πήγαιναν; Μα, που αλλού; Στο άγνωστο εκεί που πάνε οι ερωτευμένοι! Εκείνη πέθαινε στην αγκαλιά του από αγάπη και εκείνος γλυκά της τραγουδούσε τα τραγούδια της φυλής του. Και μεθυσμένοι απ' τ' όνειρό τους, βάδιζαν σ' ένα δρόμο επικίνδυνο που το πέρασμά του έκρυβε παγίδες χίλες δύο. Εκεί παραμόνευε ο θάνατος μ' όλα τα σύνεργά του. Κι αυτό τους παραπλάνησε.
«Ελάτε πέριστεράκια μου, με φτάνει γι' απόψε να δειπνήσω...».
Μη με ρωτάτε να σας πω τι έφταιξε. Ο ποιητής μον' θα το πει... Ο φόβος γι' αυτούς, δεν είχε μέρος να θρονιάσει... τους έφτανε το όνειρο που 'χαν πλεγμένο στο νου και στην καρδιά.
Κι ήταν ένα όνειρο που μίλαγε στις γλώσσες όλου του κόσμου. Κι ήταν δυο παιδιά που φθόνεψε ο θάνατος π' όταν γι' αυτούς μιλούσε η ζωή! Και την κρατούσε απ' το χέρι. Και πετούσαν ταιριαστά σαν περιστέρια παν' απ' τον ίλιγγο του χάους... Παν' απ' τον ίλιγγο του θανάτου...
Την άκουγε που μίλαγε κι αναγάλλιαζε η ψυχή του. «Στόγιαν κράτα με σφιχτά Kαλέ μου μην ξεγλιστρήσω και χαθώ!», «Ω! καλή μου... Δεν το βλέπεις γερά που σε κρατώ; Και πώς μπορεί κανείς τέτοιες στιγμές ο νους μου αλλού να ξεστρατίσει» Κι εκείνη πάλι: «Καλέ μου μην και δεν προφτάσουμε ως να διαβούμε αντίκρυ; Βλέπω πως μαύρο σύννεφο το δρόμο όλο μας κλείνει... Έλα καλέ μου φίλα με για λίγο ακόμα, Κι ύστερα πώς θα μας δεχτεί η μάνα σου; Απ' τη βιασύνη ούτε το νυφικό δεν πήρα...» «Ω! καλή μου Εσμέ, γι' αυτό ας μη σκοτίζεσαι καθόλου. Εχτές προχτές παρήγγειλα στη μεγάλη αδελφή να γνέσει μεταξένιο...», «Και πώς θα με δεχτούν στο σπίτι σου... εμένα μια Τουρκάλα; Και πώς η μάνα σου θε να 'ρθει για το γάμο; Πολύ φοβάμαι αγαπημένε μου... «Και γιατί τάχα να φοβάσαι; Ο όρκος της αγάπης μας είναι δεμένος με την αγνότητα της Αρετής και κανείς στο δρόμο μας εμπόδια δε θα στήσει». Κι έτσι αγκαλιά όπως την κρατούσε. Κι όπως κατέβαιναν το πλάτωμα και να διαβούν αντίκρυ, ένα κροτάλισμα σαν φίδι λαβωμένο κι απ' τις δύο όχθες, φάνηκε ν' απλώνει πλοκάμια από φωτιά κι ατσάλι. Κι όπως Λερναία Ύδρα, σφιχταγκάλιασε τα δυο κορμιά!\
Σφαδάζοντας στο χώμα, πάλευαν απεγνωσμένα για ζωή και θάνατο, Κι ως έφευγε η ζωή ανάσα - ανάσα, ο θάνατος πλάταινε το μέρος που κέρδιζε απ' τη νίκη! Κι όσο η ζωή ξεμάκρυνε, το χώρο στη στιγμή σκέπαζε το σκοτάδι...
Μια φωνούλα ξέπνοη ακούστηκε: «Στόγιαν... αγάπη μου... πού είσαι δε σε βλέπω... που είσαι καλέ μου» «Εδώ... είμαι... Εσμέ... αγάπη μου... άπλωσε το χέρι... να πιαστούμε και να πάμε... δε βλέπεις... μας πήρε το σκοτάδι... έλα ακόμα λίγο... μια οργιά τόπος μένει... Πρόφτασε...». Και εκείνη Λαφίνα λαβωμένη... σέρνονταν.. σέρνονταν... και το αίμα έτρεχε ποτάμι φλογισμένο απ' τις πληγές, κρατώντας την ψυχή στο στόμα να του δώσει την τελευταία της πνοή!
«Στόγιαν... αγάπη μου έρχομαι, μη φεύγεις καλέ μου... καρτέρα με... Πάρε λίγη δύναμη απ' τη ζωή ακόμα...». Κι εκείνος πάλε απάντησε ξέπνοα:
«Έλα καλή μου, Πρόφτασε... πονώ πολύ... αχ... πόσο πονώ... τα χείλη μου να κινήσω άλλο δεν μπορώ...». Κι η κοπελιά, η αγαπημένη η μουσουλμάνα η Εσμέ, μ' ένα τίναγμα, έδιωξε για λίγο μακριά το πικρό αγκάλιασμα του θανάτου που την κρατούσε σφιχτά. Έφτασε τον καλό της που 'χε το χέρι απλωμένο. Πιάνοντάς το, η ζωή τότε αχνόφεξε σαν ανοιξιάτικη πυγολαμπίδα... Και φτάνοντάς τον τυλίχτηκε πάνω του σαν τον κισσό. Κι έσμιξαν τα χείλη της με τα δικά του...
Κι οι ντάπιες κι απ' τις δυο πλευρές έπαψαν. Η μπόρα έπαψε κι αυτή. Ένα ουράνιο τόξο φάνηκε στον ουρανό. Κι έφεξε τούτο το θαμπό ηλιοβασίλεμα και τις δυο πολύπαθες όχθες.
Τώρα ακούγεται μόνο μια φωνή από δω κι ένας αντίλαλος απ' την άλλη όχθη: «Στόοογιαν... Στόοογιαν, Πού είσαι γιε μου να σε νεκροστολίσω;», φωνάζει η μάνα η Σλάβα!
Κι απ' την άλλη η μάνα Μουσουλμάνα ολόλυζε: Εσμέεε... Εσμέεε! που είσαι περιστεράκι μου, λουλουδάκι μου; Το νυφικό σου είναι έτοιμο... Πότε θα το φορέσεις; που είσαι και χάθηκες κόρη μου»;
Το σκοτάδι έπεφτε πυκνό... Κι αυτή η νύχτα δεν έλεγε ακόμα να ξημερώσει. Άμποτς να ξημέρωνε...