Καθαρά Δευτέρα
Πριν καλά καλά χαράξει το βράδυ της αποκριάς, παιδικά και όχι μόνο ματάκια άνοιγαν και αφουγκραζόταν την γέννηση της καινούριας ημέρας. Η πρώτη άνοιξη καθυστερούσε πάντα σ’ αυτό τον τόπο. Όλη η περιοχή μέχρι τις δυτικές πλαγιές της νότιας Πίνδου, από τον Βάλτο μέχρι τον Αράκυνθο που βρεχόταν από την λιμνοθάλασσα, ξεπλενόταν όλο το χειμώνα από επίμονες βροχές. Δικαιολογημένη λοιπόν η αγωνία των νεαρών «Ποδολοβιτσάνων» για το πώς θα ξημερώσει ο Θεός την μέρα. Γιατί δεν ήταν μια οποιαδήποτε μέρα η συγκεκριμένη, ήταν η Καθαρά Δευτέρα, που θα ξεχυνόταν παρέες νεαρών προς μια κατεύθυνση, το ξωκλήσι της Παναγιάς κοντά στην δεξαμενή ύδρευσης του χωριού.
Κανείς δεν ξέρει πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα σχεδόν όλο το χωριό λαχταρούσε να χαλάσει τα κούλουμα σε αυτή την τοποθεσία. Ήταν η αρχή της σαρακοστής για την Λαμπρή, ξεκινούσε η νηστεία με λαχτάρα. Μια όμορφη προσμονή για την Ανάσταση ,για το αντάμωμα όλων των Πενταλοφιωτών από κάθε μεριά της γης. Όχι μόνο αυτό, αλλά και μια μεγάλη εξόρμηση στην φύση, έναν άτυπο νόμο που όλοι χαιρόταν να ακολουθούν. Το ξωκλήσι της Παναγιάς βρισκόταν στον λόφο που στους πρόποδές του εκβάλει μεγάλη ποσότητα καθαρού νερού όπου σχηματίζει τον Αύλακα που ξεχύνεται στο Βαλτί.
Παλαιότερα εκεί βρισκόταν ο μύλος του Μοίρα, έτσι έχει ονομαστεί η περιοχή δυτικά του λόφου. Σ’ αυτή την περιοχή με ιστορίες περίεργες ο μύθος είχε ζώσει. Ακουγόταν ότι ήταν τόπος στοιχειωμένος, ότι τα νερά που αναβλύζουν κρύβουν Λάμιες και τα βράδια ακουγόταν φωνές από ψυχές που έχει φάει η Λάμια..! Επειδή όλοι οι μύθοι έχουν απαρχή σε αληθινά γεγονότα, μια εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι η περιοχή ήταν δύσβατη. Ήταν ένας μεγάλος βάλτος προέκταση της λίμνης Κυνίας πριν την αποξηράνουν και την κάνουν τον εύφορο κάμπο του Λεσινίου. Ένας βαλτότοπος που φώλιαζαν φίδια, που έκρυβε επικίνδυνα «μάτια» και χωρίς συγκεκριμένα μονοπάτια. Αρκετοί
κατατρεγμένοι τα παλιά χρόνια είχαν χαθεί σ’ αυτόν τον βάλτο ήταν επόμενο να ακολουθήσουν οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες. Υπάρχουν εκεί ερείπια από ένα παλιό εκκλησάκι. Του Αγίου Νικολάου, ενός αγίου που έχει στενή σχέση με το υγρό στοιχείο, αλλά και το ξωκλήσι μας είναι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή !!!
Η τοποθεσία που κατέληγαν οι παρέες των νεαρών ήταν ένα ξέφωτο ανάμεσα σε δύο λόφους, αυτού με το Εκκλησάκι και του λόφου με την δεξαμενή. Ήταν ένα ξέφωτο καταπράσινο, που το περιστοίχιζαν τεράστιες ελιές. Κάθε παρέα έστρωνε κάτω από μια ελιά. Έφερναν μαζί τους ζεστές λαγάνες, ταραμάδες, ελιές, χαλβά, πορτοκάλια, και ότι νηστίσιμο είχε προλάβει η μάνα τους να τους ετοιμάσει. Μην φανταστείτε γαριδομακαρονάδες και γκουρμέ «νηστίσιμες» λιχουδιές που συνηθίζονται στις μέρες μας. Μερικοί χαρταετοί χειροποίητοι βέβαια με λαδόκολλες, καλάμια, αλευρόκολλα και σπάγκο από τις αρμάθες που μπελόνιαζαν τον καπνό. Ο μόνος χώρος για να πετάξουν αυτούς τους αετούς ήταν στο λόφο της δεξαμενής.
Όλη η διαδρομή μέχρι την Παναγιά ήταν μαγευτική. Ξεκινούσαν, οι περισσότεροι πεζοπόροι, ή στις καρότσες των αγροτικών αυτοκινήτων, από το χωριό ακολουθώντας το χωματόδρομο από το Κρυφό, μπροστά από το εικονοστάσι και το παλιό «εξοχικό κέντρο» του Νάσου Καλύβα, γνωστός ως «Τσιτσινάσος», που στην δεκαετία του ’90 είχε γίνει το «Αίθριο» του Λευτέρη Τζακώστα. Στη διαδρομή συναντούσαν μαντριά, περιβόλια, αμπέλια και λιοστάσια. Μοσχοβολούσε ο τόπος από τα μανουσάκια, τις ανεμώνες, τα κοκοτάκια και τα χρώματα της ελληνικής υπαίθρου τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Ο δρόμος κατέληγε στο τοίχο από το ασβεστωμένο εκκλησάκι, από ‘κει ακουγόταν οι φωνές χαράς αυτών που ήδη είχαν πάει εκεί. Μουσικές από φορητά κασετόφωνα με μπαταρίες, χοροί, μπάλες που πεταγόταν στα «μήλα» και το εφτάπετρο, μερικοί έπαιζαν ποδόσφαιρο με μπακοτέρματα γιατί δεν είχε άπλα ο χώρος. Ξέφρενο παιχνίδι, όλοι γινόταν μια παρέα, κάποιοι ποιο μεγάλοι τολμούσαν να παίξουν Θάρρος ή αλήθεια, ή μπουκάλα! Η πρώτη άνοιξη βλέπετε, και το γεγονός ότι ήταν από τις σπάνιες φορές που αγόρια και κορίτσια συνευρισκόταν χωρίς τα αυστηρά βλέμματα των γονιών τους. Βέβαια αναφερόμαστε σε μια εποχή που η σεμνότητα και η ηθική όριζε τις σχέσεις των ανθρώπων. Πολλά κατοπινά ανδρόγυνα είχαν ανταλλάξει τα πρώτα βλέμματα σε εκείνες τις Καθαροδευτέρες…
Ο δρόμος της επιστροφής ξεκινούσε το μεσημεράκι μέσα σε τραγούδια, πειράγματα, καλαμπούρια, πράσινα γόνατα και αγκώνες, με μπουκέτα αγριολούλουδα και μια πληρότητα και λαχτάρα για την επόμενη Καθαροδευτέρα…
Μετά νοσταλγίας και τιμής
Γιάννης Τζακώστας