Πεντάλοφο - Ποδολοβίτσα
Αγαπητοί Επισκέπτες Καλώς Ήρθατε Στο Χωριό Μας
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024 18:39 επισκέπτες: 11
Skip Navigation Links

Τα Τελευταία Λείψανα.

Ο Λάμπρο-Γαϊτάνης κατέβαινε τρέχοντας τις απότομες πλαγιές του Τζουμέρκου. Έπρεπε να προφτάσει το ξημέρωμα. Να βρει το πρώτο απόσπασμα. Αλλά πού; Είχαν τώρα μέρες να φανούν. Τους είχαν ξεγραμμένους!

Καλά του λεγε εψές ακόμα ο Φώτος. Ο τροφοδότης τους το 'πε κι εκείνος: «Όλα πια τέλειωσαν. Είστε τα τελευταία λείψανα!! Δεν σας φοβάται κανείς τώρα... Κι η πολιτεία ούτε νοιάζεται αν υπάρχουν δέκα ή και είκοσι από σας!!».

Κάπου σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ' το πρόσωπό του όπου είναι κατακόκκινο και μπλάβο. Άνοιξε το παγούρι τραβώντας κάμποσες γουλιές. Θαρρείς πως κάτι σαν κόμπος του έκατσε στο λαιμό, και το νερό δεν πάει κάτω. Είναι Άνοιξη και το κρύο είναι τσουχτερό. Κι όπως είναι το μέρος απόσκιο, το χιόνι ακόμα δεν έλιωσε. Η σπηλιά όπου κρυβόντουσαν ήταν τόσο αθέατη που και κοντά δύο δρασκελιές αν έφτανες ήταν αδύνατο να εντοπίσεις το άνοιγμά της. Άσε που την προφύλαγε και το χιόνι που είχε πάνω κι ολόγυρα ως ένα μέτρο ύψος. Όπως έπιασε την αποσκιούρα ενός γέρικου κέδρου έβγαλε απ' το δισάκι ψωμί και προσφάι. Με το άγγιγμα του ψωμιού ένιωσε την κόρα νοτισμένη. Ανατρίχιασε. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα... Ώρα πολύ το μασούλαγε. Μ' αυτό δεν κατέβαινε... Ύστερα σκέφτηκε: «Γιατί άραγε; Μήπως είναι το «κρίμα». Δεν ήταν προληπτικός, αλλά τώρα εκείνη τη στιγμή ξύπνησαν μέσα του οι φόβοι των παιδικών του χρόνων!

Θυμάται όταν έμπαινε στην εκκλησία κρατώντας τον η μάνα του απ' το χέρι. Κι αυτός κρυβόταν στο φουστάνι της στη θέα του Αρχάγγελου Γαβριήλ ή θωρώντας το κομμένο κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστή στο πιάτο!! Τι Φόβος ήταν εκείνος...

Αργότερα, όταν μεγάλωσε δε φοβόταν τίποτε. Οι μάχες που πήρε μέρος είναι αμέτρητες... Πόσες φορές του έστησαν καρτέρι... δέκα... είκοσι, τριάντα; Απ' όλα τα μπλόκα έβγαινε σώος. Αυτό οφειλόταν στην επιδεξιότητα και την παλικαριά του. Ακόμα κι ο Φωτο-Νάκας του το αναγνώριζε και του το' λεγε: «Ωρέ Λάμπρο σε θαυμάζω για την ψυχραιμία σου... μόνο που μερικές φορές είσαι αψής! Κι αυτό σε μειώνει... Η παλικαριά χρειάζεται φρόνηση και υπομονή! Και πίστη στα ιδανικά μας. Αλλιώς δεν επιβιώνεις!».

Πάθαινε πολλές μεταπτώσεις ο Γαϊτάνης. Πολλές φορές μελαγχολούσε όταν άκουγε κάτι δυσάρεστο ή χαιρόταν απότομα για ένα απλό ευχάριστο γεγονός! Φέροντας στο νου του τώρα τα χτεσινά λόγια του Φώτου ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται από πόνο. Τον συνεπήρε η ίδια η σκέψη του ένα τρέμουλο ανεξήγητο. Όταν άνοιξε το δισάκι κι άγγιξε την κάρα του συντρόφου του αποτράβηξε αμέσως το χέρι του. Σάμπως να το 'βαλε σε παγωμένο χιόνι... Είπε με το νου του: «Καημένε Φώτο, πότε πάγωσες κι όλας; Αφού ούτε μια ώρα δεν πέρασε...».

Από εκείνη τη στιγμή βρέθηκε έναν κόσμο όξω απ' αυτόν που γνώριζε πριν λίγη ώρα. Κι αν έβλεπε τώρα το πρόσωπό του δεν θα το αναγνώριζε. Ο Φόβος φώλιασε μέσα του σαν αγρίμι, σαν ίσκιος. Φοβόταν... Έγινε το παιδάκι των εννιά χρόνων!

Έκλεισε το δισάκι και τινάχτηκε ολόρθος. Έτρεχε μες στη νύχτα σαν το λιποτάχτη. Για πού τραβούσε; Ούτε κι αυτός ήξερε. Αυτός που γνώριζε όλα τα σύρματα και τις γιδόστρατες τώρα δεν ήξερε πού να πάει... Τρέχει... τρέχει κι αναπαμό δεν βρίσκει. Ο ιδρώτας του' κλεισε τα μάτια. Κάθε τόσο τα σφουγγίζει αυτά θολώνουν... Μπροστά του τα δέντρα και οι θάμνοι γίνονται αξεπέραστα εμπόδια. Προσπαθεί ν' ανοίξει δρόμο. Κάποια φορά έπεσε σε μια πλαγιά. Να, ένα μονοπάτι! Πήρε το σύραχο κλεφτά-κλεφτά. Ένα πετραδάκι κύλησε ύστερα κι άλλο, ύστερα πολλά μαζί όπως στη σάρα. Ένα αγρίμι διάβηκε πιο πάνω. Μύρισαν τα χνώτα του όπως ερχόταν ένα αεράκι...

Ύστερα έπεσε μέσα στο δάσος. Σ' ένα αξεπέραστο ρουμάνι. Προχωρεί με χέρια και με δόντια. Το παντελόνι του - μια τσαχτσίρα βλάχικη - έγινε ξεσκλίδια. Γδάρθηκαν τα κρέατά του. Τ' άρβυλά του απ' το πάλεμα, έλιωναν σιγά σιγά. Και τα δάχτυλα των ποδιών του βγήκαν απ' έξω. Στέκεται κάπου ν' αφουγκραστεί. Κοιτάζει δεξά ζερβά και πίσω. Ησυχία. Το σκοτάδι είναι παχύ. Νιώθει ότι ξεμάκρυνε απ' τον «τόπο». Οι φωνές εκείνου όμως αντιλαλούν στ' αυτιά του: «Γιατί ωρέ Γαϊτάνη με βάρεσες; Γιατί;». Βάζει τις παλάμες στα αυτιά του να μην ακούει αυτές τις φωνές και κιοτέψει... Μ' αυτές, όσο προχωρεί, γίνονται όλο και πιο έντονες. Τον ξεκούφαναν. Βγήκε σε κάποιο ξέφωτο, όμως δεν σταμάτησε να τρέχει. Τρέχει χωρίς αναπαμό. «Εδώ είμαι σίγουρος», λέει. Και την ίδια στιγμή πάλι: «Κι αν περικυκλώσουν το δάσος, από πού θα βγω;. Ψηλαφεί τη φορεσιά του που έγινε κουρέλια και μονολογεί: «Πού κατάντησες Γαϊτάνη!! Πού κατάντησες...». Πετάει το όπλο όπου κρατούσε το φονικό. «Τώρα δεν μου χρειάζεται... Εφόσον όπου να ναι θα με συλλάβουν...». Κι όλο προχωρεί με κόπο... Κι όλο προχωρεί. «Οχι!», λέει ύστερα. «Οχι! Κάλλιο να με φάνε τα τσακάλια... Αυτοί όμως δεν θα χαρούν! Όχι! Δεν παραδίνεται ο Γαϊτάνης!! Αυτό βγάλτε το απ' το νου σας!!».

Το φεγγάρι πρόβαλε ματωμένο παν' απ' τις κορφές των Αγράφων. Έφεξε όλος ο τόπος ένα γύρω σάμπως να 'ναι μέρα. Κοιτάζει δεξά ζερβά όπως το θρασίμι. Βλέπει ότι ακολούθησε την αντίθετη πλευρά του Τζουμέρκου. Μπροστά απλώνεται το βάραθρο, το χάος, και πίσω βαθιά κι απότομη χαράδρα.

Τότε όπως κρατούσε το δισάκι με το κεφάλι του συντρόφου του φώναξε φωνή μεγάλη να τον ακούσουν οι πλαγιές και τα ξάγναντα που τον ανάθρεψαν: «Γαϊτάνη είσαι φονιάς!». Ο αντίλαλος ήρθε αμέσως απέναντι απ' τη Σάρα: «Γαϊτάνη είσαι φονιάαααας! φονιάαααας! φονιάαααας!

Διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ


© 2009-2024 pentalofo.gr