Πεντάλοφο - Ποδολοβίτσα
Αγαπητοί Επισκέπτες Καλώς Ήρθατε Στο Χωριό Μας
Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025 22:33 επισκέπτες: 23
Skip Navigation Links
«Σαν κομμουνιστής, είχα πολλές δυσκολίες! Όλες της δουλειές τις έχω κάνει!»
Περίληψη

Ο μπαρπα-Πάνος έχει κάνει πάρα πολλές δουλειές στη ζωή του: από καφετζής στην Αθήνα, ψαράς, οικοδόμος μέχρι και αγρότης! Σε αυτήν τη συνέντευξη μιλάει για την εργασιακή του εμπειρία αλλά και για το πώς ήταν η ζωή του χωρίς νερό και ρεύμα. Θυμάται πώς ζούσε στην Αθήνα και πώς έφυγε και επέστρεψε πάλι στο χωριό τα χρόνια της Δικτατορίας, όπου, σαν κομμουνιστής, αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες.;

Δ.Κ.

Είναι Τετάρτη 12 Οκτωβρίου του 2022, είμαι με τον κύριο Παναγιώτη Κατσούλα, βρισκόμαστε στην Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας, εγώ ονομάζομαι Δήμητρα Κουκουρδέλη, είμαι Ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε. Τι κάνετε, κύριε Πάνο;

Π.Κ.

Ωραία, εσείς καλά είστε;

Δ.Κ.

Μια χαρούλα. Μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα για τη ζωή σας;

Π.Κ.

Τι να σας πω, παιδί μου, τι να σας πω; Η ζωή η δική μας τότε ήταν ταλαιπωρημένη, κουρασμένη, φτώχεια και δυσωδία. Δεν είχαμε πρώτα πρώτα ρεύμα στο σπίτι μας, μαγείρευε η μάνα μου στη φωτιά, μέσα στην κατσαρόλα, στην τέντζερη την γανωμένη. Δεν είχαμε ξύλα, δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Είχαμε μοναχά τότε λίγα προβατάκια, είχε ο πατέρας μου, κι επιβιώναμε με τα προβατάκια, τίποτα άλλο. Ήμασταν πολύ φτωχός ο κόσμος τότε εκεί. Δεν υπήρχαν καλλιέργειες, δεν υπήρχανε δέντρα, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Πρώτα πρώτα δεν υπήρχε νερό. Εδώ, η περιοχή η δική μας, Δήμητρα, επιβίωσε από το '74 που ήρθε το νερό. Όταν ήρθε το νερό εδώ έχουμε γης επαγγελίας. Ό,τι βάλεις, ό,τι φυτέψεις, κάνει η γης η δική μας. Φασόλια, μακαρόνια, ρύζι, κριθαράκι εκεί, τι θελεις; Καλαμπόκια είχαμε, τα πάντα! Καλαμπόκι, περιβόλια. Τώρα έχει γεμίσει ο κάμπος γεμάτος περιβόλια, εσπεριδοειδή και ελιές. Όλος ο κόσμος. Δουλεύουνε όλος ο κόσμος τώρα, όλος ο κόσμος δουλεύει.

Είχαμε μια δεκαπενταετία, από το '90 μέχρι το 2015, είχαμε τα Βιρτζίνια. Εκεί κουράστηκα πολύ, ήμουνα μόνος μου. Είχα το '92 ενενήντα στρέμματα καπνό. Είχα σε δεκάξι μεριές χωράφι καπνό. Στο σπίτι μου δεν κοιμόμουνα. Ποτέ. Ερχόμουνα μόνο για φαγητό, τίποτα άλλο. Αλλά είχαμε τότες, είχαν έρθει το '90-'91 οι Αλβανοί και μας έκαναν τις δουλειές μας όλες.

Ύστερα έφυγα, Δήμητρα, και πήγα στην Αθήνα. Στην Αθήνα, Δήμητρα, έγινα καφετζής. Έγινα καφετζής. Τρία χρόνια ήμουνα καφετζής. Μετά έγινε δικτατορία. Το '67. Ήμουν εκεί. Όταν έγινε δικτατορία, έφυγε ο κόσμος. Πούλαγα τριακόσια ποτά, είχα ένα μπαρ. Σε μία πολυκατοικία είχα, δεν είχα καφενείο μεγάλο, πούλαγα τριακόσια ποτά και μόλις έγινε η δικτατορία πούλαγα πενήντα. Δεν με σύμφερε τότε, ούτε νοίκι! Είχα το νοίκι, κοινόχρηστα, είχα τηλέφωνο, είχα και τον Στάθη τον λωποδύτη, τον είχα υπάλληλο και το' δωσα το καφενείο.

Μετά, Δήμητρα, έγινα πλασιέ. Πουλάγαμε σεντόνια με δόσεις. Είχα κάνα δυο μήνες στην αρχή, κονόμαγα. Ποσοστά επαίρναμε τότε. Μου λέει ένας: «Έλα δω Παναγιώτη, ξέρεις ψέματα;». «Όχι, μωρέ» λέω εγώ. «Έλα κοντά μου» λέει. Αυτός ήτανε παλιός. Πήγα κοντά του, άρχισε αυτός: «Πα, πα, πα», έπιανε τη Δήμητρα, έπιανε... Βάραγε μες στα σπίτια, βάραγε στις πολυκατοικίες, στα διαμερίσματα. «Καλά» λέω. Την άλλη τη μέρα: «Δω' μου εδώ να πάω μοναχός μου» του λέω. Πάω μόνος μου, πούλησα περισσότερο εγώ απ' αυτόνε. Πούλησα περισσότερα σεντόνια. Με δόσεις. Είκοσι δραχμές, τότε ήτανε... Είκοσι δραχμές, με δόσεις, είκοσι δραχμές τον μήνα.

Μετά παίρνει η αδερφή μου, ήρθα εδώ, παίρνει τηλέφωνο η αδερφή μου: «Να έρθεις κάτω, τι κάθεσαι και κάνεις αυτή τη δουλειά; Να συμμάσεις τους γερόντους». Ήρθα εδώ, ταλαιπωρία! Ταλαιπωρία!

Φτώχια κι εδώ, τι να δεις! Ήτανε γερόντοι, ο πατέρας μου ήταν άρρωστος. Του είχε βγει το μάτι. Έκοβε με το τσεκούρι και φεύγει η πελεκούδα και πάει και του χτύπησε το μάτι. Και ήμουνα στην Αθήνα εγώ, το '65, '66, τότε. Τον έφερα στην Αθήνα και τον είχαμε στο δημοτικό νοσοκομείο. Και του 'λεγε ο γιατρός του πατέρα μου: «Ε, μωρέ γιατρέ, πώς είναι το μάτι μου;» «Τι να είναι, μωρέ θείε. Σαν τρίο καρό είναι το μάτι σου», λέει. Χύθηκε το ματάκι του.

Ήρθα εδώ, σύμμασα τους γερόντους, μού 'κανε μια προξενιά η κατσαούνα, με την Γκόλφω τώρα εδώ. Εφτιάσαμε οικογένεια, δουλέψαμε κι οι δύο με ψυχή και με καρδιά, Δήμητρα. Και οι δυο μας. Δεν ξεσυνερίστηκα... Πριν από το Βιρτζίνια είχα 15 στρέμματα καπνό μυρωδάτο. Εδώ είχα γεμάτο λιάστρες εδώ. Στο τέλος έμασα μια δόση, έξι, επτά γυναίκες μαζεύανε τον καπνό. Είχα πάρει τότε λεπτά, είχα πάρει δυόμιση εκατομμύρια λεπτά. Τότε πιάστηκα, από τον καπνό πιάστηκα. Δούλεψα με ψυχή και με καρδιά. Πριν, στην Αθήνα, ήμουνα και ψαράς. Δούλευα στην κεντρική ψαραγορά των Αθηνών. Πριν δούλευα στην οικοδομές, το 'λεγα και πριν, πρώτα, πριν να πάω στην ψαραγορά. Ούλες τις δουλειές τις έχω κάμει.

Μετά ήρθα δω, πούλησα τα πρόβατα απ' όταν επέθανε ο πατέρας μου, το '78. Είχα εκατόν πενήντα πρόβατα και τα πούλησα και τα πήρε ο Γιώργος ο Κάλλης. Ε, να μη χασομεράω κι εγώ αυτού, πήγα στο Αγρίνιο και πήρα το αγροτικό. Το αγροτικό έκανε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάρικα τότε. Εγώ τι είχα; Εβδομήντα πέντε χιλιάρικα είχα απ' τα πρόβατα, τι να πάρω; Δίνω τριάντα χιλιάρικα εκεί και τα άλλα να βολέψω την οικογένειά μου, πώς θα ζήσει η οικογένεια; Αμ τότε μας έβγαλα φτηνά. Με τ' αμάξι. Ήταν τρεις μοτοσυκλέτες δημοσίας χρήσεως και σταματήσανε ούλοι. Έρχονταν ούλοι στον Πάνο. Κουβάλαγα κόσμο κάτω στο Λεσίνι. Τότε ήτανε ο Σκουπίτσας με το Νίκο τον Μωραΐτη. Είχανε συνεργεία κάτω στα μπαμπάκια. Κόσμος από κάτω! Πάνω από δύο συνεργεία, κοναμαγα μεροκάματο τότε με το αυτοκίνητο. Ξέρεις τι πάει να πει κονόμαγα μεροκάματο με το αυτοκίνητο;

Μετά, το '80, απαλλοτριώθηκε το Λεσίνι, εκεί να δεις σωλήνες, Δήμητρα, που κουβάλαγα. Σωλήνες να δουν τα μάτια σου! Τέτοιες σωλήνες χοντρές, να μην τις καταλαβαίνω ντιπ, τις έπαιρνα δύο μαζί. Είναι από 25 κιλά η μια, 30 είναι. Δεν καταλάβαινα τίποτα, ήμουνα παλικάρι. Αλλά ήμουνα νέος τότε, ήμουνα τριάντα χρονών. Και τότε εφτιάξαμε οικογένειά με τη Γκόλφω, συνεννουγιόμασταν, δεν λέγαμε: «Μα και μου, εγώ δεν έρχομαι ή δεν πάω, θα κάνω κι εγώ...» Ήρθα από το μαγαζί και λέω της Γκόλφως: «Θα βάλουμε Βιρτζίνια». «Α, μωρέ, φεύγα από κει -μου λέει- που θα βάλουμε Βιρτζίνια. Τι είναι αυτά;» λέει. «Αυτά -λέω-που γίνονται τέτοια, καπνά» Έτσι, μόλις άκουσε καπνό η Γκόλφω, που ήτανε μαθημένη από το καινούργιο με τα μυρωδάτα... Καλά φύτρωσε. Το '90 ξεκινήσαμε, το '92 είχα 90 στρέμματα καπνό. Λεπτά! Λεπτά! Όχι λεπτά ότι κονομήσαμε εμείς, λεπτά να δίνουμε στον κόσμο, στους εργάτες. Δεν καταχράστηκα εργάτες κανέναν, Δήμητρα. Φώναζε τώρα η θεία Γκόλφω: «Τράβα, τράβα, πάρε να πληρώσεις τα παιδιά». Δεν καταχραστήκαμε σε κανέναν άνθρωπο ποτέ. Ούτε μία δραχμή. Κατάλαβες; Δουλέψαμε πάρα πολύ. Αλλά πριν, μικροί, ήτανε φτωχοί ο κόσμος. Όλος ο κόσμος ήταν φτωχός. Δεν ήταν ο κόσμος να ήταν όπως ήταν τώρα, από το '74, που ήρθε το νερό. Τότε επιβίωσε ο κόσμος, τα δικά μας τα χωριά, τότε που ήρθε το νερό. Και έγινε ο κόσμος, δούλεψαν. Και ακόμα δουλεύουν. Δουλεύουν ο κόσμος πολύ.

Δ.Κ.

Όταν έγινε η απαλλοτρίωση στο Λεσίνι, μοιραστήκανε τα χωράφια;

Π.Κ.

Ναι, πήραμε όλοι, και ο παππούλης σου πήρε, και ο παππούς ο Πάνος πήρε κι οι [Δ.Α.] πήρανε, κι εγώ πήρα. Πολλοί πήραμε. Εγώ πήρα εδώ κοντά στο Λεσίνι. Το φτιάσαμε το περιβόλι. Περιβόλι! Ήτανε χίλια οκτακόσια δέντρα. Περιβολάρα! Αλλά, ναι, όμως, πήγε σε δεκατρία χωριά για τον Πάνο τον Κατσούλα που πήρε περιβόλι! Πάνε μες στη διεύθυνση Γεωργίας ότι πήρε ο Πανος ο Κατσούλας περιβόλι! «Τι θέλετε κύριε;», του λέει ο νομάρχης, «Ένα παράπονο έχω». «Για πες μου -λέει- το παράπονο». Αυτά, γραφ' τα, αυτά. «Ένας -λέει- κομμουνιστής πήρε ένα περιβόλι». «Πώς το πήρε αυτός ο κομμουνιστής; -του λέει ο νομάρχης- Το έκλεψε; Το πήρε δια της βία;» «Όχι» λέει. «Το έδωσε το κράτος;» λέει: «Ναι». «Κι εσύ τι θέλεις;» «Να του το πάρεις -λέει- γιατί πρώτα -λέει- είναι κομμουνιστής και μετά να μου δώσεις κι εμένα δέκα στρέμματα». «'Αϊ τράβα -του λέει ο νομάρχης- και θα το εξετάσουμε το θέμα».

Από δω τώρα ήτανε... Το αίτημά τους ήταν πάλι στη διεύθυνση Γεωργίας: «Ο Πάνος ο Κατσούλας πήρε περιβόλι». Είχανε πάρει και Τσελικέοι περιβόλια αυτού, είχανε πάρει Καραγκούνηδες... Είχανε πάρει περιβόλια και δεν είχαν άλλονε! Εμένανε.

Δ.Κ.

Γιατί ήσασταν κομμουνιστής;

Π.Κ.

Χα! Γιατί είμαι κομμουνιστής εγώ, γι' αυτό. Κατάλαβες Δήμητρα; Πάω μέσα και του λέω... Μου στείλανε χαρτί: «Μην προβείς σε καμία ενέργεια -λέει- έως ότου σε τοποθετήσουμε σε άλλο αγροτεμάχιο». Πάω, το λέω του μακαρίτη του Αλέξανδρου Πετρονικολού, ήταν γραμματέας τότε εκείνος. Μου λέει: «Δεν ξέρω -μου λέει- τι να σου πω μωρέ!» λέει. Με κοίταζε έτσι. Τα' χα καλά, πολύ καλά εγώ με δαύτονε. «Τι να σου πω παιδί μου, τι να... δεν ξέρω» μου λέει. Μετά μου ξαναστέλνουνε πάλι, κι άλλο, δεύτερο, μετά από τρεις, τέσσερις μέρες, κι άλλο χαρτί. Του λέω: «Έτσι κι έτσι Αλεξάκη». «Τράβα βγάλ' το». Μου λέει. Του λέω: «Να φέρουμε τον Κατσαρέο από την κατοχή;» Έφτασε την άλλη την ημέρα, πρωί πρωί. [Δ.Α.] το πέταξα. Το πέταξα Δήμητρα. Άφησα λίγο, 6-7 στρέμματα, μου ήρθε κρίμα.

Φεύγω από κει, πάω στο Μεσολόγγι, πάω στον Προβίδα, σ' αυτόν που ήτανε μες στην Διεύθυνση Γεωργίας. «Καλημέρα». «Καλημέρα, καλώς τονε». Με κοίταγε ψηλά, χαμηλά. «Τι είσαι συ;» λέει. Του λέω: «Πάρε το χαρτί εδώ. Τι μου έστειλες εδώ; Α;» «Ποιος είσαι μωρέ εσύ, ο Κατσούλας; Εσύ είσαι ο Κατσουλας μωρέ, ο κομμουνιστής, γαμώ την Παναγία σου; -μου λέει. Έτσι!- Εσύ είσαι ο κομμουνιστής, ο Κατσούλας, μωρέ;» «Εγώ». «Πω πω! Τι έκανες στου Πενταλοφιώτες μωρέ; Δεν λένε άλλη κουβέντα. Τράβα πάρε μία υπεύθυνη δήλωση από κάτω». Πήγα και πήρα. «Συμπλήρωσέ τη». Μου λέει. Του λέω: «Δεν ξέρω γράμματα», ήθελα να τη φτιάσει αυτός. Την συμπλήρωσε και: «Πες μου την αλήθεια, πότε το 'βγαλες αυτό μωρέ;» μου λέει. Λέω: «Τώρα, που μου 'στειλες το χαρτί». Στα ίσα. «Τώρα, -λέει- περίμενε». Ήταν Απρίλης. Απρίλης. Και το 'γραψε μέσα ότι ήτανε τον προηγούμενο τον Απρίλη. Μου λέει: «Άφησες καμιά πορτοκαλιά, μωρέ, να φάνε τα παιδιά σου;» Του λέω: «Άφησα κάτι λίγο. «Τώρα -λέει- ας σου κλάσουν τα αρχίδια, τώρα» λέει. Έτσι! Χα! Πετάει την υπεύθυνη δήλωση άπανω.

«Α, τους παλιοβρωμιάρηδες! Τώρα -λέει- δεν πα να 'ρθουνε όσοι θέλουνε τώρα εδώ. Καλά έκανες, Παναγιώτη!» μου λέει. Μ' αγκάλιασε κιόλας, με φίλησε. «Τράβα στο καλό, δεν έχεις τίποτε τώρα. Εσύ είσαι ο μεγάλος ο κουμουνιστής μωρέ;» λέει. Λέω: «Εγώ είμαι. «Ποιον επείραξες;» «Δεν πείραξα κανέναν -λέω εγώ- ο άνθρωπος». Τι να' λεγα, ούτε πείραξα πουθενά ούτε... Και πραγματικά, Δήμητρά μου, δεν πείραξα ανθρωπάκι εγώ. Δεν έχω μαλώσει με άλλον. Α, τυπικά, έτσι, να πούμε καμιά βλακεία μεταξύ μας τώρα εκεί... Δεν έχω μαλώσει με άνθρωπο, δεν έχω πει κακιά κουβέντα για άνθρωπο. Δεν έχουμε τίποτα κι εγώ κι η Γκόλφω τώρα εδώ.

Δ.Κ.

Τότε με τη Χούντα είχατε αντιμετωπίσει πρόβλημα σαν κομμουνιστής;

Π.Κ.

Με είχανε πιάσει στην Αθήνα αλλά δεν με κρατήσανε, δεν ήμουνα και μεγάλο στέλεχος και μ' έδιωξαν τότε εκεί. Με έδιωξαν. Και, να σου πω, και περισσότερο έφυγα από αυτό από την Αθήνα. Γιατί τότε... Παναγία μου τι γινόταν τότε Δήμητρα! Το βράδυ που έγινε η Δικτατορία έμενα πάνω στα Ιλίσια με τον Λωποδύτη. Και είχα κι έναν άλλο, αναδεξιμιό μας, από την Κατούνα, τον Μαχαλιώτη τον Αποστόλη. Αλλά το πρωί, όταν πααίναμε κάτω, στο καφενείο, με τον Στάθη, παίρναμε το αστικό και κατεβαίναμε στην Ομόνοια. Είμαστε στην Αιόλου, σε μια πάροδο εκεί. Μια πολυκατοικία. Είχαμε ραδιάκι και το βάναμε κι είχε τραγούδια έβαζε στις 8 η ώρα. Μόλις ξυπνήσαμε, ανοίγω το ράδιο, τραγούδια δημοτικά. «Σήκω» του λέω του παιδιού, είναι 8 η ώρα, αργήσαμε. Δεν είχαμε και ρολόι. Βγαίνουμε όξω, στη στάση, να πάρουμε το αστικό, σκατά! Αστικό! Και δώσ' του κάτω, και δώσ' του κάτω, και δώσ' του κάτω, βγαίνουμε κάτω στο Χίλτον, αστυνομίες κακό, πήγαμε από πάνω, απ’ το... Απ’ το... Πώς το λένε, μωρέ; Πού πήγαιναν αυτού, οι κερατάδες, οι πολλοί; Απάνω απ' το νοσοκομείο, το αυτό, πήγαμε απάνω, γύρα γύρα, κατεβήκαμε στην Ακαδημίας, κάτω, με τα ποδάρια, τρεις ώρες περπατάγαμε. Κι εδώ αστυνομία, κι εκεί αστυνομία, τανκς από κει, δεν ηξέραμε κιόλας τι γίνεται.

Τελικά καταλήξαμε κάτω, ανοίξαμε το μαγαζί με το Στάθη, ψυχή, κανένας. Ψυχή, κανένας! «Τι έγινε μωρέ;» του λέω εγώ, κάπου ήρθε ένας. «Σουτ -μου λέει- έγινε δικτατορία. Μην κρίνεις ντιπ κακομοίρη μου». «Α, καλά» λέω εγώ, έφτιαξα έναν καφέ, εκάτσαμε εκεί με τον μακαρίτη τον Στάθη, τον Λωποδύτη, μετά μαζεύτηκαν τώρα εκεί κάνα δεκαριά, αυτός ήταν ο κόσμος, πάνε ο κόσμος, έφευγαν. Απέναντι, Δήμητρα, ήτανε μία πολυκατοικία καινούργια, εξαώροφη, την έφτιαξαν για τρεις μήνες. Ήταν ένας γέροντας, πλανόδιος γέροντας, εκεί. Αυτός πρέπει να ήτανε ξένος. Τότε με την κατάσταση, τώρα και επί Τουρκίας, έμεινε δω αυτός και τόνε σύμμασαν αυτόν, ήταν τρία, τέσσερα αδέρφια, είχαν εμπορικά καταστήματα. Λεπτά! Λεπτά! Παναγία βοήθα, λεφτάδες! Και τον είχανε εκεί. Έτσι ανθρωπάκι ήτανε. Δίπλα ήταν ένας τσαγκάρης, γεροντάκι κι αυτός, και καθόντανε μαζί, παρέα, όλη την ημέρα. Και του έφτιαξαν ένα δωμάτιο στον έκτο όροφο, στο ρετιρέ, απάνω στην ταράτσα. Κοιμότανε εκεί ο γέροντας. Τη νύχτα, άκουσε ο γέροντας ότι στην Ομόνοια -ήμασταν κοντά στην Ομόνοια- γύρναγαν τα τανκς εκεί, γινότανε χαμός, δεν χασομεράει κι ο γέροντας, βάνει ένα σιτζίνι στον λαιμό του, κρεμάστηκε στον φωταγωγό. Εκεί, πήγαμε κατά τις 10 η ώρα, ήρθε η αστυνομία, «Τι είναι, μωρέ; -λέω 'γώ- Τι είναι, μωρέ; -λέω 'γώ- Α, η αστυνομία! -λέω- Τι έχει γίνει;» Πάω, κοιτάω μέσα μέσα στον φωταγωγό, τέζα το γεροντάκι, κρεμασμένος, πεθαμένος ο γέροντας. Αυτά τα νέα σου έχω, Δημητρούλα μου. Αυτά.

Δ.Κ.

Πώς ήταν τα χρόνια πριν έρθει το νερό εδώ πέρα; Πως-

Π.Κ.

Δύστυχα ήτανε. Πρώτα πρώτα, δεν είχαμε νερό να πιούμε. Κουβαλάγανε γυναίκες τότε από το ποτάμι με το καζάνι το κεφάλι.

Δεν είχαμε να πιούμε νεράκι. Είχαμε τα κιούπια τότε, βάναμε νερό, πάγαινε η μάνα μου στο ποτάμι, γιόμιζε το καζάνι και κουβάλαγε με το καζάνι νερό, για να πιει οικογένεια, να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, να πλυθεί. Τι να πλυθεί; Πλενόταν ο κόσμος τότε; Ήταν δύστυχα τα πράγματα, δεν υπήρχαν υγραέρια, δεν υπήρχανε γκάζα, δεν υπήρχανε κουζίνες, δεν υπήρχανε ψυγεία. Τότε έσφαζε ο χασάπης ένας σφαχτό στο μαγαζί, το κρέμαγε και οποίος προλάβαινε έπαιρνε κρέας για να μην μείνει για την άλλη μέρα, γιατί θα βρώμαγε. Δεν υπήρχανε ψυγεία. Τώρα που έχουμε όλα τα μεγαλεία. Τώρα βγάνετε παιδιά, τώρα εσείς, που είστε κορίτσια; Δεν βγάνετε παιδιά εσείς. Πρώτα η βαβω σου, η Λενη, η μάνα μου, η Γκολφω τώρα εδώ, η Ελευθερία... Τα 'χετε τα μπεμπιλίνα σας εσείς. Ήταν ταλαιπωρία. Τι είχανε; Πλυντήριο να πλύνει τα ρούχα; Έτσι τις έτρωγε οι έρμες όλη μέρα, νύχτα, να πλένουνε στη σκάφη. Πααίνανε στο ποτάμι οι γυναίκες κι έπλυναν στο ποτάμι, με αλισίβα, ξέρεις ποια είναι η αλισίβα; Έβαναν στο καζάνι νερό κι έριχναν στάχτη μέσα κι έβραζε, έτσι δεν είναι;

Δ.Κ.

Κοσκινισμένη.

Π.Κ.

Κοσκινισμένη στάχτη. Και έβραζε και κρύωνε κι έπαιρναν την αλισίβα και την έριχναν μέσα στα ρούχα και πλένανε. Δεν υπήρχαν σαπούνια. Αν είχε καμιά γυναίκα κανένα σαπούνι πράσινο! Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Τότε οι γυναίκες ήτανε πολύ ταλαιπωρημένες εδώ στο χωριό. Άμα πάαινες στο ποτάμι, κάθε μέρα, προπαντός το καλοκαίρι και τον χειμώνα, που θα 'πλυναν; Ήτανε δεκαπέντε, είκοσι γυναίκες, τριάντα, έπλυναν. Έπλυναν τα ρούχα στο ποτάμι. Δεν υπήρχαν πλυντήρια, κουζίνες και τέτοια πράγματα. Τώρα εσείς τα κορίτσια, τα παιδιά, δεν βγάνετε παιδιά, είναι γλέντι! Να βγάλετε δέκα παιδιά, όχι ένα. Όπως τούτες εδώ οι γυναίκες, τώρα κει...Έκοβαν για να βάλουνε στα παιδιά πανάκια με το ψαλιδάκι, κάνα ρουχαλάκι. Κανά πανί, τακ τακ, τα 'πλυναν, τα καθάρισαν τα παιδάκια, μας καυάριζαν, και το πρωί άντε τράβα να τα πλύνεις τώρα αυτά. Τι, τι, βγάνετε παιδιά εσείς τώρα; Τακ, το καθαρίσατε εκει, με τα μωρομάντηλά σας, τακ το πετάξατε, τακ, του βάλατε καινούργιο, πάει καλιά του. Μια χαρά. Και το ζουμπάς κιόλας, για να μην πλένεις. Τώρα εσείς δεν βγάνετε παιδιά, είναι γλέντι! Τι θέλετε, θέλετε την κουζίνα σας; Το πέταξες το φαΐ μεσα στην κουζίνα σου, σε μιαν ώρα, δυο το' χεις έτοιμο. Τι θέλεις; Το κρύο το νερό; Το ζεστό σου το νερό; Τι θέλεις; Ούλα τα καλά τα έχετε. Τώρα παίζει το σκυλί με το λουκάνικο, Δήμητρα. Εσείς είστε ευτυχισμένη νεολαία. Και διαμαρτύρεστε κιόλας. Δεν είδατε τη ζωή, εσείς τώρα, τι είναι. Να δείτε σκυλίσια ζωή. Και άντε τώρα να πααίνετε και στο χωράφι όλη την ημέρα, να σκάφτετε, να σκαλίζετε καλαμπόκι και βαμπάκι όλη την ημέρα, να σκαλίζετε βαμπάκι και καλαμπόκι όλη την ημέρα, και να έρχεστε να δουλεύετε ήλιο με ήλιο, ήλιο με ήλιο! Ο κόσμος τότε πάγαινε κάτω στο Βαλτί, Δήμητρα. Έβγαινε ο ήλιος και ήταν στο Βαλτί, βασίλευε ο ήλιος και ήτανε στο Βαλτί. Και να έρθουνε περπατώντας από το Βαλτί εδώ και το πρωί να είναι πάλι εκεί. Και να τρώνε ξυδομάντζα. Ξέρεις ποια είναι η ξυδομάντζα; Νεράκι και ξύδάκι, πάει μες στη λεκανούλα, έριχναν νεράκι, έριχναν και ξύδι μέσα κι έριχναν μέσα το ψωμί, το μούσκευαν και το τρώγανε. Ξυδομάντζα. Λάδι δεν είχανε. Λαδι, το έπαιρναν με το δάχτυλο, αν είχε κανένας κανένα μπουκαλάκι λάδι, έβαζε το δάχτυλο μπροστά στο μπουκάλι για να μην πέσει πολύ. Τώρα που έχετε όλα τα καλά, όλα τα μεγαλεία, ό,τι θέλετε έχετε! Πας στο σουπερμάρκετ και ψωνίζεις ό,τι θες. Τότε υπήρχαν σουπερμάρκετ; Δεν υπήρχανε, ήτανε κανένας μπακάλης τώρα κει, α! Στα χαμένα, τίποτε, η ζωή παραπανίσια ήτανε. Τώρα; Τώρα εσύ έπρεπε να κάμεις 10 παιδιά, έπρεπε να κάμεις, να βγάλεις. Μη γελάς μπιτ. Δέκα παιδιά. Και δεν κουράζεσαι μπιτ. Α, εννιά μήνες θα τα έχεις μέσα σου και άντε να το γεννήσεις εκείνη την στιγμούλα και πάει. Θα έχεις ούλα τα μεγαλεία, ούλα τα καλα στο σπίτι σου θα έχεις. Τα κρεβάτια, τα καλά σου τα ρούχα, τα καθαρά σου, τα πλυντήριά σου, τις κουζίνες σου, τα ζεστά σου τα νερά, τα κρύα σου τα νερά, ό,τι θέλεις. Ανοίγεις την βρύση και η βρύση... Έχεις νεράκι, πίνεις νερό. Άντε τώρα να πας να κουβαλάς με το καζάνι στο κεφάλι, από το ποτάμι, να το φέρεις στο σπίτι. Και να κάθεσαι και δυο ώρες... Άντε, καθότανε, ποιο, αυτό; Συναντιόσασταν δύο γυναίκες με τα καζάνια στο κεφάλι, με τα καζάνια στο κεφάλι γεμάτα νερό και να κάθεστε να κουβεντιάζετε και δυο ώρες. Να κουτσομπολεύετε κιόλας. Και να κουτσομπολεύετε. Α! Το χειμώνα να 'ναι θολό το ποτάμι. Να 'ναι κουρκούτι. Τι να ‘καναν, έπαιρναν οι γυναίκες. Το 'παιρναν, το βάζανε στο καζάνι, τα άφηναν εκεί μέχρι το πρωί, καθόταν το χώμα κάτω, και μετά το γύριζαν και το 'φερναν μες στο κιούπι.

Δ.Κ.

Θυμάστε όταν ήρθε πρώτη φορά το ρεύμα στο χωριό;

Π.Κ.

Ήρθαμε εδώ, παντρευτήκαμε εδώ με την Γκόλφω μου και δεν είχαμε ρεύμα. Ήμασταν με την λάμπα. Με την λάμπα και το λυχνάρι. Ξέρεις ποιο είναι το λυχνάρι;

Δ.Κ.

Ναι.

Π.Κ.

Με την λάμπα ήμασταν εδώ. Ως το '74-'75, που γεννήθηκαν οι δίδυμες. Τότε είχαμε βάλει. Είχε έρθει... Το '70 πρέπει να' ρθε; Το '68-'70 είχε έρθει το ρεύμα. Δεν έφτανε το... Ήθελα να βάλω κολώνα, η κολώνα είχε πέντε χιλιάρικα. Πέντε χιλιάρικα τότε είχε. Δούλευα τότε στο χιόνι και έπαιρνα ένα κατοστάρικο, 89 ευρώ καθαρό μεροκάματο, 89 δραχμές, όχι ευρώ. Κάπου κονόμησα ένα πεντοχίλιαρο και πήγα μέσα στη ΔΕΗ, μες στο Μεσολόγγι, πλήρωσα και μου έβαλαν μία κολώνα εδώ και πήραμε ρεύμα. Κι όταν ήρθε το ρεύμα τώρα εδώ, το αφήσαμε μέρα νύχτα, δύο μέρες. Έκανε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Δεύτε λάβετε φως, να δούμε φως στο σπίτι μας». Δεν ήξερε και ο πατέρας μου από ρεύμα. Ο πατέρας μου πέθανε ογδοντατριών χρονών, ογδοντατεσσάρων. Δεν είχε. Τώρα έχει ρεύμα, που ήρθαμε εδώ. Απάνω στο παλιό το σπίτι δεν είχαμε ρεύμα, που μείναμε. Απάνω κει στα Κατσαβέικα δεν είχαμε ρεύμα. Δεν υπήρχε στο χωριό. Το βράδυ ήτανε σκοτάδι, τρισκότεχος. Δεν υπήρχανε λάμπες και τέτοια πράγματα. Τώρα που είναι λεβεντιά, πας όπου θέλεις, είναι μέρα. Κατάλαβες Δημητρούλα; Ήτανε δύσκολα τα πράγματα τότε, πολύ.Α, μετά... Χώρια η μαγόνα. Πέρα στην γέφυρα, δεν την θυμάσαι εσύ ήσουνα μικρό, όχι μωρέ. Πάαινα με τα πρόβατα πέρα στα νησιά εγώ και ερχόντανε, έπαιρναν τα Γουριωτάκια τη μαγόνα και τη ρίχνανε δώθε.

Δ.Κ.

Τι είναι η μαγόνα;

Π.Κ.

Ήταν η μαγόνα, ήταν ένα μποτόνι μεγάλο και πάαιναν πέρα δώθε μέσα στο ποτάμι. Σαν βάρκα. Αλλά ήτανε μεγάλο. έπαιρνε φορτηγά μέσα, έπαιρνε αρνιά, πρόβατα έμπαιναν μέσα, τα πέρναγε πέρα δώθε. Και φώναζε ο μακαρίτης ο Γιώργος ο Κούσουλας: «Ω, ρε Πάνο!» «Ε, μωρέ». «Φέρε τη μαγόνα μωρέ πέρα!» Είχανε συρματόσκοινο τώρα, από την Γουριά μέχρι εδώ, με καραΐτι, το τράβαγες αυτό, το πάγαιναν πέρα. Το πήγαιναν και το γύριζαν.

Τώρα, εκεί πνιγήκανε κόσμος πολύς, στη γέφυρα. Εκεί στην μαγόνα. Μια φορά, Δήμητρα, ήταν ένα βυτίο φορτηγό, ένα Volvo κόκκινο... Ετούτο εδω ήτανε το πράγμα αυτό. Αυτό. Έπρεπε να μπει από δω, αλλά να μπει μες στη μέση, να μην πάει μπροστά. Άμα πάει μπροστά, τουπ, θα πάει μέσα στο ποτάμι.Οπως μπήκε μέσα, δεν μπήκε στη μέση, προχώρησε μπροστά, τουπ, έπεσε μέσα στο ποτάμι, αναποδογύρισε, αναποδογύρισε το βυτίο και κοίταγες μέσα στο νερό, ίσα ίσα φαίνονταν οι ρόδες, οι τροχοί. Ο αδερφός της Χρυσάνθης του Καραΐσκου πνίγηκε με το τρακτέρ του Σταθέλου. Κάπου ξεχέρσωνε κάτι χωράφια ο Σταθέλος αυτού, στα πνευματικά του, πέρα 'δω, και είχε ένα τρακτέρ Volvo. Και το οδήγαγε ο μακαρίτης ο Νάσος ο Θανασάς. Ο Νάσος ο Θανασάς δεν ήξερε από τρακτέρ, πάταγε το συμπλέκτη και σταμάταγε στο χωράφι. Και πάει να το φέρει το τρακτέρ, από πέρα να το φέρει δώθε, να το βάλει μες στη μαγόνα, να περάσει. Αλλά μόλις έφτασε στην κατηφόρα, πάτησε το συμπλέκτη, βρρρρρ, το τρακτέρ μέσα το ποτάμι. Πνίγηκε το παιδί. Δεν ήξερε, νόμιζε ότι... Άμα πατήσεις τον συμπλέκτη, το τρακτέρ μες στο χωράφι σταματάει, ενώ τώρα στην κατηφόρα, απομόνωσε την ταχύτητα και το σασμάν... Δεν του 'κοψε να το αφήσει το ποδάρι του το αριστερό, να σταματήσει το τρακτέρ. Έπεσε μέσα, πνίγηκε, πάει. Ένα παλικαρά, άντρας, δυο μέτρα παλικάρι. Ήτανε δεκαοχτώ, είκοσι χρονών παλικάρι, Δήμητρα, κρίμα, ήτανε πολύ καλό παιδί ο Νάσος.

Να σου πω μια άλλη ιστορία με τον Στούβα; Απάνω στον Καυκά είχε ένα χωράφι ο Στούβας. Εδώ που πάμε για την Φανερωμένη. Και είχε ένα χωράφι, ένα πηγάδι, αλλά δεν είχε σοφρά, ξέρεις τι είναι σοφράς; Γύρω-γύρω αυτού, να έχει κτισμένο το πηγάδι. Ήτανε ίσιο. Και είχε μία γαϊδούρα ο Στούβας. Και από τον φόβο του που την είχε γυρίσει σκοτωμένη την μαυρογαϊδούρα, δεν κατάλαβε, όπως μπήκε η γαϊδούρα, ντιν, μέσα στο πηγάδι. Καβάλα αυτός στην γαϊδούρα. Έκατσε όλη νύχτα. Και περνάει αυτός, όχι ο Θύμιος ο Μακρής, ο άλλος. Α, ο Ηλίας. Και φώναζε μες στο πηγάδι ο Στούβας. Ο Ηλίας ερχότανε πάνω από την Μίλα, είχε τα πρόβατα. Η Μίλα ξέρεις πού είναι; Και φωνάζε: «Βοήθεια, βοήθεια!» Και περνάει ο Ηλίας ο Μακρής, ακούει το Στούβα, πάει εκεί: «Ωρέ Πάνο!» «Ηλία σώσε, δώ' μου ένα τσιγάρο και θα πεθάνω! Δώ' μου ένα τσιγάρο και θα πεθάνω!» Δεν είπε: «Ελάτε, βγάλτε με!» Δεν είπε: «Ελάτε βγάλτε με, ειδοποίησε να έρθουν να με βγάλουν! Δώ' μου ένα τσιγάρο και θα πεθάνω!» Δεν είπε: «Να ειδοποιήσεις να έρθουν να με βγάλουν από δω μέσα». Μαζεύτηκε το χωριό εκεί και πήγαμε να βγάλουμε το Στούβα και το γάιδαρο από μέσα. Καβάλα.

Εκεί απάνω στον κάτ' κάμπο, Δήμητρα, ερχότανε οι Παλαιομανίτες κι έβαναν καπνό. Είχανε βάλει κρεμμύδια οι καραγκούνες μέσα, , φασολάκια, πεπόνια... Και τι έκανε ο κερατάς; Όλο διαολιές ήτανε ο Στούβας εκεί. Πιάνει μία χελώνα, της βάνει μία λαμπάδα πάνω και πάγαινε η χελώνα. «Κουουου, -έκαναν οι Καραγκούνες-, ουί, τούτο εδώ είναι θαύμα, ουί, τι γίνεται εδώ! Έγινε θαύμα! Παράταγαν τον καπνό οι Καραγκούνες και φεύγανε. Τις είχε παρασολίσει τις καραγκούνες ο Στούβας. Πάλι, τους έκλεβε τα κρεμμύδια. Και κάνανε οι Καραγκούνες: «Κουτ, τον Παναγιώτη τον Στούβα. Δεν το πειράζουμε, γιατί πρέπει να μας κλέβει τα κρεμμύδια; Μανάρι. Τον Παναγιώτη τον Στούβα».

Πάλι μια φορά, Δήμητρα, δουλεύαμε, δουλεύαμε στην κομπίνα. Είχε κομπίνα ο Σωτηράκης ο Κουτρούλης εδώ πέρα, με τους Σορφατζέους. Ήμασταν στην μεταφορά. Εκεί να δεις ταλαιπωρία! Εκει ταλαιπωρία! Ταλαιπωρία, Δημητρούλα μου, εκεί απάνω, εκεί να δεις τώρα. Ήμασταν μεταφορά, εγώ, ο Κώστας ο Βάννας και ο Στούβας. Κι ερχόμασταν απ' του Καφετζάκη, από κει από κι από το Στρογγυλοβούνι και πηγαίναμε στο χωριό, στην Παλαιομάνινα. Είχαμε το τρακτέρ, τη ρεμούλκα, μέχρι απάνω τσουβάλια με στάρι. Αλλά ο παλιό-Στούβας δεν έμπαινε στην ρεμούλκα ποτέ. Γιατί είχε χεσμένη τη φωλιά του. Οπως πααίναμε τώρα εκεί, πέτρες, κάνει η ρεμούλκα ένα «έτσι». Γκρουπ-που-που-μπου-μπου. Έπεσαν τα τσουβάλια μές στις παλιούρες, μες στις πέτρες, εγώ βρέθηκα σε μια παλιούρα, έτσι. Ο Κώστας, ο Βάννας σε μία πέτρα -θηρία ήταν- καβάλα. Πώς δεν σκοτωθήκαμε! Γιόμισε στάρι κει, καταγής. Ε, κάτι έμασαν τώρα εκεί, τι να μάσουν τώρα κει; Άσ΄τα, πώς γλυτώσαμε εκεί, ο θεός το ξέρει! Ταλαιπωρία! Όλο το καλοκαίρι με ζέστα, απάνω στο βουνό, εκεί ήταν ταλαιπωρία. Να πίνεις νερό και να 'ναι το κάτουρο κρύο.

Πήγαμε θερίζοντας από δω στα Πηγάδια, απάνω, απάνω, στου Καφετζάκη, στο Προδρομίτικο, και βρεθήκαμε από κάτω από την Κατσαρού. «Κουι» κάναν οι Καραγκούνηδες, να έχεις μία λάκα τώρα Φίλιππα, να θερίζεις το σιτάρι. «Ά, θε' να 'ρθω -λέει ο Φίλιππας- επάνω». Πήγαμε τώρα εκεί, ούτε δρόμος υπήρχε ούτε τίποτα, ήτανε δυο, τρεις Καραγκούνες, πότε έπαιρναν... Ήταν θρασμένος ο δρόμος με παλιούρες. Τις παλιούρες τις ξερές. Πότε τις έπαιρναν οι καραγκούνες, ούτε μαρούλια δεν τα έπιαναν έτσι. Πότε έμπαινα επάνω στη βελανιδιά κι έκοβαν τα κλωνάρια για να περάσει η μηχανή, ούτε που καταλάβαιναν μπιτ. Πήγαμε μέσα κει, στη λάκα, είχανε καμιά πενηνταριά στρέμματα μία λακούλα εκεί, ήτανε τρεις, τέσσερις που την είχανε την λάκα. Μπαίνει μέσα η μηχανή, θερίζει μια... Παθαίνει ζημιά η τρόμπα της μηχανής, την έβγαλε ο Φίλιππας! Πού να 'ρθεις από κεί απάνω! Με το τρακτέρ, με την ρυμούλκα. Εκεί, ουουου, είσαι έτσι! Τρία τέταρτα με το αυτοκίνητο, όχι με το τρακτέρ, να έρθεις με την ρυμούλκα, γκάπα γκούπα, γκάπα γκούπα. Εγώ, ο Μητρακης και ο Φίλιππας κάτσαμε εκεί. Ο Μητράκης, ο Μπογιάκης, ο μακαρίτης. Και οι δύο μακαρίτες είναι. Ο Φίλιπας δεν είχε ποτέ λεπτά μαζί του. Δεν του έδινε η Ρήνα λεπτά. Πααίναμε το πρωί σε κανένα καφενείο και μας έλεγε ο Φίλιππας: «Θα με κεράσετε;» Αντί να κεράσει το αφεντικό εμάς, ήθελε από τους εργάτες να κεράσουμε το αφεντικό.

Πάμε εκεί, πάμε στην Κατσαρού, πάμε σε ένα Καραΐσκο εκεί, τι να φάμε; Λέει: «Δεν έχω μωρέ παιδιά, άλλο, μισό κοτόπουλο έχω». Τρεις άντρες, τώρα, να φάμε μισο κοτόπουλο; Τι να φάμε; Ε, κακοπεράσαμε εκεί, πήγαμε στη μηχανή, δεν κοιμηθήκαμε. Ο Φίλιππας ξεράθηκε σε μια μεριά εκεί. Εγώ με τον Μητράκη μπήκαμε πάλι στην μηχανή, πού να μας κολλήσει ύπνος; Ήτανε κι ένα κοπάδι πρόβατα, με τα κουδούνια, δεν μας άφησαν μπιτι, μας λιγοθύμησαν τα κουνούπια, τρομάξαμε να ξενυχτήσουμε, να μας πάρει η μέρα! Την άλλη τη μέρα πάλι τα ίδια! Πήγαμε απάνω στο χωριό και μόλις γυρίσαμε πήραμε δύο κότες. Με την προϋπόθεση να τις φάμε, δεν είχαμε φάει, ήμασταν νηστικοί. Πάμε στη μηχανή, τι να ιδείς, ήταν Ιούλιος μήνας, ξεράδια, Παναγία βόηθα, τώρα βάνεις φωτιά εκεί; Βάνεις φωτιά; Κι έτσι: «Μην τα πειράζετε μπιτ» λέω εγώ. Ήρθαμε την άλλη την ημέρα, έφτιαξε τη μηχανή ο Φίλιππας...Ταλαιπωρία! Ξέρεις τι πάει να πει ταλαιπωρία;

Όλες τις δουλειές τις έχω κάμει! Πες μου μια δουλειά. Πούλαγα καρπούζια, πούλαγα πεπόνια, πούλαγα φασόλια. Πήγα στον Αϊτό και μου 'πε ο άλλος, πήγα στον άλλονε μέσα κει και μου λέει: «Στο διάολο, γαμώ το Χριστό σου!» μου λέει. «Ρε παιδιά -λέω εγώ-, μην έχετε τίποτα, κανά μεζέ να φάω;» Γυρίσαν τρεις, Δήμητρα, ήτανε ψηλοί, δυο μέτρα, με κάτι τραγιάσκες, με κάτι μουστάκιες, είχανε και τα πιστόλια πάνω στον πάγκο. Και λέω εγώ: «Μωρέ παιδιά, μη σας περισσεύει κανένας μεζές;» Γυρίζει ένας με μία γκλίτσα και μου λέει: «Στο διάολο ρε, γαμώτο τον Χριστό σου» μου λέει. Όπως μπήκα, καβάλα στο αυτοκίνητο, Δήμητρα, στην Πεντάλοφο σταμάτησα! Και κοίταζα και στον καθρέφτη από το αυτοκίνητο μην έρχονται κοντά μου. Αυτό έπαθα τότε με τους Αϊτινούς.

Δ.Κ.

Στον Αϊτό γιατί έχουνε δύο νεκροταφεία;

Π.Κ.

Γιατί είναι οικογένειες που έχουν εχθροπάθεια. Να μην συναντηθούν στο ίδιο νεκροταφείο. Εσύ και εγώ. Εσύ έχεις τον δικόνε σου τον σκοτωμένο, εγώ τον δικόνε μου. Εσύ σκότωσες τον πατέρα μου, εγώ τον πατέρα σου, να μη συναντηθούμε στο ίδιο νεκροταφείο, κατάλαβες; Κι έφτιαξαν δύο νεκροταφεία. Τέτοια. Σαν είναι και κανένα χωριό; Τώρα πρέπει να 'ναι... Αφού έχει η Πεντάλοφος δέκα σπίτια, όχι ο Αϊτος!

Δεύτερη μέρα τα Χριστούγεννα, ο Νίκος ο Παπαλέξης και ο Νίκος ο Πετρονικολός, δεν τους ξέρεις εσύ, ο πατέρας του Λάκη του Πετρονικολού και ο άντρας της Αγαθής του Φλέρη, που πάμε κάτω εκεί; Ο ένας ήτανε μάστορας, ο Παπαλέξης ήτανε μάστορας, έχτιζε πέτρες. Και πήγανε στον Βαρόστρατο, ξέρεις πού είναι ο Βαρόστρατος; Στα Πηγάδια που κατεβαίνουμε τις στροφές κάτω. Πάμε για τη Χρυσοβίτσα. Εκεί πήγαν και φόρτωσαν πέτρα. Στην ρυμούλκα. Λοιπόν, εκεί δεν πρόσεξε ο μακαρίτης ο Νίκος ο Πετρονικολος και τον επήρε πίσω η ρυμούλκα, φορτωμένη πέτρα, και ο Στούβας ήτανε πάνω στην ρυμούλκα. Και μόλις τον επήρε πίσω έπεσε στον γκρεμό. Πάνε κι οι δύο, πάει καλιά τους, και οι δυο σκοτωθήκανε. Αλλά ο Στούβας γλύτωσε, δεν έπαθε τίποτα, ήτανε πίσω στην ρυμούλκα και σάλτισε. Δεν χάλασε ο διάολος τη φώλια του από τον Στούβα. Ο καλός ο κόσμος, οι δύο οι Νικόλες ήτανε καλοί άνθρωποι και οι δύο. Ήταν καλά παλικάρια και τα δύο.Τριάντα, τριάντα πέντε χρονών. Και ήτανε όργανα μες στον Θεμιστοκλή.

Ο Θεμιστοκλής ξέρεις πού ήτανε; Πού έχει ο Μαζαράκης το σουπερμάρκετ; Εκεί ήτανε. Όργανα είχε μέσα. Και πάει ο μακαρίτης ο Παπασάκιας. «Τι είναι παππούλη;» «Σταματάτε και φευγάτε. Αυτό κι αυτό -λέει- σκοτωθήκανε οι Νικόλαδες». Πάει και το πανηγύρι, πάνε και τα όργανα, πάνε ούλα. Αλλά ο Στούβας, δεν χάλασε ο διάολος την φωλιά του. Χαλάει ο Στούβας τη φωλιά του; Τότε που είχαμε πέσει εμείς με το σιτάρι εκεί, αυτός ήτανε στο τρακτέρ και γέλαγε. Χα, χα, χα, χα! Δεν παθαίνει τίποτα ο Στούβας!

Δ.Κ.

Δεν είχε φορτώσει καλά το στάρι τότε και πέσατε;

Π.Κ.

Όχι, έκανε μια η ρεμούλκα πάνω στις πέτρες, μία νταπ, ντουπ και πέσαμε. Ήτανε πέτρες, πέτρες τέτοιες! Ο δρόμος, από το Σιδηράμαξο για να πας στα Πηγάδια, ήθελες τανκς, Δήμητρα. Ε, απ' το... Περνάμε το Σιδηράμαξο και πάμε στην ανηφόρα, που πάμε κει για το Στρογγυλοβούνι και την Παλαιομάνινα, εκεί ήτανε τέτοιες πέτρες. Καβαλάει το μαύρο το αγροτικό, πάει ντου ντού ντου, έτσι πάει Δήμητρα. Πααίναμε με τον Μήτσο τον Κατσούλα στα Πηγάδια τότε για κανένα γουρούνι, το έσφαζε, και του λέω: «Δεν ξανάρχομαι» του λέω. Λέει: «Γιατί;» Με πλήρωνε, δεν πήγαινα, τζάμπα. «Πάει το παλιαμάξι -του λέω- το χάλασα». Κι έφτιαξαν τον δρόμο εκεί. Για να πας από την Πεντάλοφο στην Παλαιομάνινα ήθελες τανκς. Αλλά οι πούστηδες οι βουλευταί πού έβρισκαν δρόμο και πάγαιναν και τους χειροκρόταγαν κιόλας! Α! Τέτοιοι ντενεκέδες είναι ο κόσμος!

Δ.Κ.

Μπάρμπα Πάνο, τον Πεντάλοφο παλιά τον λέγανε μικρή Μόσχα. Γιατί;

Π.Κ.

Γιατί; Γιατί το 90% ήμασταν κομμουνισταί. Ήταν τότε με τους Λαμπράκηδες, είχανε κλείσει το... Πότε ήτανε, το '65-'66; Είχανε πιάσει το Μήτσο το Λιαροκάπη και τον Τάσο τον Κυρίκο. Τα είχανε πιάσει τα παιδιά, ήταν με την ΚΝΕ τότε. Και ξεσηκώθηκε το χωριό και πήγε και βάρεσε την αστυνομία. Και βάρεσε την αστυνομία το χωριό, ούλο το χωριό, σύσσωμο. Και τους πήγανε στο δικαστήριο τότε και κοίτα να δεις, ούλο το χωριό ήτανε στο Μεσολόγγι, στο νοσοκομείο, ε, στο... Στα δικαστήρια. Ο Στάθης ο Πετρόπουλος ήτανε πολιτικός κρατούμενος στο Μεσολόγγι και πέθανε η γυναίκα του εδώ και δεν τον άφησαν να έρθει στην κηδεία. Πολιτικός κρατούμενος ήτανε. Όταν έγινε η Δικτατορία και ήμουνα εδώ και κοιμόμουνα πάνω στο σπίτι, με φυλάγανε, Δήμητρα, απ' έξω από το σπίτι. Κοιμόμουν εγώ μες στο σπίτι και με φύλαγανε απ' όξω.

Ήτανε στα ΤΕΑ αυτοί, φύλαγαν τους κομμουνιστάς. Τέτοιες καταστάσεις περάσαμε. Και θέλουν ακόμα τέτοια και κρίνουνε οι Χρυσαυγίτες και θέλουνε δικτατορίες ακόμα και τέτοια πράγματα. Α! Φυλάγανε έμενα τον κομουνιστή μην πάω και ρίξω την κυβέρνηση, τον Παπαδόπουλο τότε. Ήξερα εγώ, τι ήξερα εγώ; Τι ήξερα εγώ τότε, παιδάκι. Πήγα φαντάρος, μου είχαν τέτοιο φάκελο! Ότι ήμουνα μεγάλος κομουνιστής. Και με καλεί ο διοικητής στην Πρέβεζα και μου λέει: «Κατσούλα, έλα πάνω, σε θέλω». «Γιατί -λέω εγώ- τι έχουμε; Καμιά ψιλή;» «Όχι μωρέ, έλα και σε θέλω» μου λέει. Πήγα κει, απάνω στο διοικητή, με κέρασε και τσιγαράκι και καφέ, μου λέει: «Έχεις καλούς χωριανούς». «Καλοί είναι» λέω εγώ. «Έλα 'δω» μου λέει. Τόσο φάκελο μού 'χανε, ήταν όλος κατακόκκινος. Και μου είπε και το ονόματα, τα δικά μας εδώ, ποιος σ' έχει καρφωμένο. Και το είπα του Φλέρη, πριν πεθάνει. Και μου λέει: «Εγώ τους έφτιαχνα τους φακέλους» μου λέει. Ο Φλέρης που ήτανε εδώ κάτω, εδώ. Μου λέει: «Εγώ τους έφτιαχνα τους φακέλους -λέει- ούλους» λέει. Εκεί ερχόνταν που είχε το τσαγκάρικο και πάγαιναν όλοι οι φασίστες εκεί μέσα και λέγανε για σένα, για μένα, για... Και δεν χασομέραγε αυτός, έφτιαχνε φάκελο, τα έστελνε στην ασφάλεια. Ότι είναι κουμουνιστής αυτός, εκείνος, κείνος κει. Αλλά...

Δ.Κ.

Ήτανε πολλοί από την Πεντάλοφο εξόριστοι με τον κομμουνισμό;

Π.Κ.

Όχι. Ο Μήτσος ο Κατσούλας ήτανε και ο Στάθης ο Πετρόπουλος. Αυτοί δεν υπόγραφταν για να... Όταν έγινε η Δικτατορία και έπιασαν τον [Δ.Α.], έγινε μετά ο μεγαλύτερος ρουφιάνος. Υπόγραψε τότε ότι καταργεί τον κομμουνισμό και μετά γύρισε κι έγινε ο μεγαλύτερος ρουφιάνος. Κι ήταν μέχρι που πέθανε. Ήτανε ρουφιάνος. Μετά έκανε τον κομουνιστή. Άιντε! Τετοια κωλοχανεία είναι ο κόσμος. Αυτά που λες, Δημητρούλα μου, τι άλλο θέλεις να σου πω, δεν έχω άλλο. Για πες μου τώρα εσύ, για θύμισε.

Δ.Κ.

Με τα Βιρτζίνια. Κάνατε πολλά χρόνια Βιρτζίνια;

Π.Κ.

Δεκαπέντε χρόνια.

Δ.Κ.

Μετά γιατί τα σταματήσατε;

Π.Κ.

Μας σταμάτησε το κράτος. Μας σταμάτησε το κράτος γιατί δεν σύνφερνε, αρχίσανε, αυξηθήκανε τα πετρέλαια, αυξηθήκανε τα μεροκάματα, τα φυτοφάρμακα, δεν σύνφερνε. Τώρα να βάλεις πετρέλαιο στον φούρνο, ήθελε πεντακόσια λίτρα. Πεντακόσια λίτρα, τότε το παίρναμε δεκαοκτώ φράγκα το πετρέλαιο, δεκαεφτά, δεκαοκτώ. Εγώ είχα δύο βαρέλια ντεπόζιτα. Μια κάδη την έδωσα του Γιώργου. Την έκοψε, την έκανε κάδη. Έχει τις ελιές μέσα ο Γιώργος. Έπαιρνε εξήμισι τότες, 6.500 λίτρα. Κι άλλη μία τέσσερα, 10.000 λίτρα. Το 'βανα εγώ και του έλεγα του Κούδα, του Κούδα εδώ: «Θα μου φέρεις πετρέλαιο, πόσο θα... Ποσο;» του λέω εγώ. «Είκοσι, είκοσι δραχμές». «Άντε μωρέ φεύγα από κει». «Και πόσο; Πόσο Πάνο;» Του λέω: «Τα λεπτά ντούκου, όχι σ' τα θέλω. Ντούκου τα λεπτά». «Και πόσο να το βάλουμε;» «Να το βάλουμε δεκάξει δραχμούλες». «Α, όχι, όχι! Αααα!» «Καλά, φεύγα, δεν το βάνω. Θα πάω πέρα, στον Στράτο». «Καλά, έλα να σου πω τώρα, θα μου βάλεις μία δραχμούλα ακόμα. Με δεκαεπτά δραχμές». «Εντάξει, δεκαεπτά; Δεκαεπτά». Ερχόταν εδώ με το φορτηγό, μου το 'παιρνε και μου το πάγαινε και στον φούρνο. Τότε σύνφερνε, τώρα να βάλεις πετρέλαιο πεντακόσια λίτρα που ήθελε, οι πρώτες οι φουρνιές ήθελαν πεντακόσια λίτρα πετρέλαιο. Έκαιγαν πολύ γιατί είχε πολλά υγρά ο καπνός και ζορίζονταν ο καυστήρας, δούλευε συνέχεια κι έκαιγε πετρέλαιο. Τώρα να βάλεις... Α, πα πα! Πνίγηκες.

Δ.Κ.

Αποζημιωθήκατε από το κράτος που τα σταματήσατε;

Π.Κ.

Μας έβγαλαν δικαιώματα. Παίρνανε δικαιώματα οι καπνοπαραγωγοί. Βεβαίως, παίρνανε δικαιώματα και καλά. Ανάλογα με την άδεια που έχει ο καθένας. Εγώ έβανα καπνό, Δήμητρα, έβγανα την άδεια τη δική μου και πούλαγα άλλα τόσα, δηλαδή είχα έξι τόνους την άδεια εγώ, να πουλήσω, έβγανα άλλους επτά τόνους εγώ παραπανίσιο και τον πούλαγα. Έβγανα τα έξοδα ούλα, έβγανα ούλα τα έξοδα, εργατικά, χωραφιάτικα, νερά, φάρμακα να δουν τα μάτια σου! Φάρμακα! Έφαγα τον τενεκέ, με την Γκόλφω, με το δηλητήριο εφάγαμε. Δηλητήρια! Δηλητήρια να δούν τα μάτια σου! Αλλά, δόξα τω Θεώ, δεν πάθαμε τίποτα και οι δυο μας. Είμαστε μια χαρά μέχρι ώρας. Αλλά τι; Παίρνουμε φάρμακα, εκατό φάρμακα, χαπάκια ο ένας παίρνουμε.

Κοίτα η καημένη η βελανιδιά, τη βλέπεις; Α; Τη βλέπεις τη βελανιδιά, δεν καίγεται. Κάτω, το χοντρό, είναι βελανιδιά, Δήμητρα. Δεν καίγεται.

Δ.Κ.

Ωραία μπάρμπα Πάνο σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, μην σε κουράζω άλλο.

Π.Κ.

Ευχαριστώ κι εσύ, Δήμητρα. Καλή σταδιοδρομία να έχεις, να ζήσουν τα παιδάκια σου.

Δ.Κ.

Σ' ευχαριστώ πολύ.

Π.Κ.

Και να κάνεις κι άλλο παιδάκι.

Δ.Κ.

Θα κάνω!

Π.Κ.

Να κάνεις κι άλλο παιδάκι, όχι έ-


© 2009-2025 pentalofo.gr Επικ.: pentalofo@pentalofo.gr