ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΛΟΓΓΙΕΣ ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΔΕΜΑΤΑ
ΑΠ' ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Ἀπό τὸν καιρὸ τοῦ παππούλη μου ἀκούω σ' ὅλα τὰ ὀρεινά χωριά ὅπου πάω: «Κατὰ ποὺ πᾶνε οἱ λογγιές, πᾶνε καὶ τὰ σοδέματα». Ὁ μακαρίτης ὁ παππούς μου τὸ ἴδιο καὶ κεῖνος ἔλεε.
Θὰ γίνη καὶ τὸ χατήρι σου, Μῆτρο μου! Νάχης ὑπομονή, μοῦ ἔλεε μιὰ μέρα ὁ συχωρεμένος.
Τὸν φορτωνόμουν μέρα νύχτα νὰ μοῦ πῆ πῶς χάλασαν οἱ λογγιές. Φανταζόμουν πὼς κάτι σπουδαῖο θὰ μοῦ πῆ. Δὲν ξέρω γιατί. Μόλις τὸν ἔβλεπα τοῦ ξομολογούμουν τὸν πόθο μου.
- Θάρθη ἡ μέρα! μοῦ ἔλεε. Παρηγοριούμουν, καὶ περίμενα.
- Μιὰ μέρα εἶδα πώς ἑτοιμάζει τὸ μουλάρι γιὰ ξύλα.
- Ἔ! Μῆτρο! μοῦ λέει. Ποδέσου. Θὰ πᾶμε.
- ποὺ;
Δὲ σ᾿ τὸ λέω! μόνε ποδέσου! Ἕτοιμος στὴ στιγμὴ ἐγώ! Ἐξοχή μιὰ φορὰ κι᾿ ἅγιος ὁ Θεός. Λόγγος, ξύλα, βερβερίτσες πάνω στὰ ἔλατα, νὰ ποιοὶ στοχασμοὶ μὲ ξετρέλλαιναν.
- Ἔμπα, λέει.
- Ὄχι! σύ, παππούλη!
- Κόλα πάνω, βρέ κιαρατίνη! μοῦ λέει. Μὲ βόηθησε καὶ σκαρφάλωσα στὸ σαμάρι τοῦ μουλαριοῦ.
Στὴν ἄκρη στὸ χωριὸ γίδες, γαϊδούρια, βόϊδια, παιδάκια μὲ λουρίτσες στὸ χέρι!
- Τὰ βρουκουλούδια! εἶπα μὲ χαρά.
Παραμέρισαν καὶ μᾶς ἄφηκαν νὰ πάρουμε τὸν ἴσιο δρόμο ποὺ πάγαινε στὸν Ἅϊ - Γιάννη. Κάτι νέα λατσούδια, ἐλατάκια πανώστρατα καὶ κατώστρατα, λογγωμένα χωράφια στὶς πλαγιές -μοῦ τὸ λένε οἱ ἁρμακάδες- κάτω βαθιὰ τὸ ποτάμι, τὴν πέρα μεριὰ τ' Ἀπάνω ἀμπέλια, τὰ τόσα πράματα ποὺ μ᾿ ἔκαναν σιωπηλὰ νὰ χαζεύω.
«Τοῦ Γουβάλη τὴ ράχη», το λένε δῶ! ἄξαφνα ἀκούω, καὶ γυρίζοντας μπρὸς κατὰ τὸν παππού μου, τὸν γλέπω νὰ σταυροκοπιέται. Χωρὶς νὰ ξέρω γιατί, ἄρχισα κ᾿ ἐγὼ νὰ σταυροκοπιόμαι.
- Γιατί παππούλη;
- Δὲ γλέπεις κάτω τὸ μοναστήρι; ὁ Ἅϊ – Γιάννης!
Κοίταξα· τίποτα.
- Ποτάμια γλέπω γώ, παππούλη, ὄχι μοναστήρι.
-Μὴν τηρᾶς τὰ «Διπόταμα», παιδί μου! Ἐκεῖ εἶναι τὰ ποτάμια Διχαλόρεμα, τῆς Καρυᾶς τὸ ποτάμι κι᾿ ὁ Φείδαρης. Ἐκεῖ ποὺ κοιτᾶς, ἀνταμώνουν. Τήρα λίγο ζερβότερα, πάνω στὴν ὄμορφη κείνη ραχούλα!
Τώρα εἶδα. Θάμα! σὰ σὲ σαμάρι μουλαριοῦ πάνω χτισμένη μιὰ κομψὴ ἐκκλησίτσα. Τὸ καλκάνι ἀπ᾿ τ᾿ ἅγιο Βῆμα τὴν παρουσιάζει πιὸ ψηλή ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Μιὰ πορτίτσα της μοιάζει σὰ μάτι ποὺ μᾶς κοιτάζει. Παραπάνω λίγο δυὸ σπιτάκια, τὸ ἕνα πιό ψηλότερα ἀπό τ' ἄλλο. Νὰ ὅ,τι ἔλεε μοναστήρι ὁ γερο - παππούς μου.
- Ἀφέντη μ' Ἅϊ - Γιάννη μ', βόηθα μας! Μεγάλη ἡ χάρη σου! εἶπε ἀπὸ μέσα ἀπ' τὴν καρδιά του ὁ γέρος.
Κάποιο μυστήριο γέμισε τὴν καρδιά μου. Καὶ τώρα ποὺ γέρασα ἀκόμα, ἅμα περνῶ στοῦ Γουβάλη τὴ ράχη θυμῶμαι το «Ἀφέντη μ᾿ Ἅϊ-Γιάννη» του παππού μου καὶ μὲ πιάνει φόβος. Δὲ βγαίνει ἀπ' τήν καρδιά μου πὼς ὁ Ἅϊ- Γιάννης δὲ μπορεῖ ἀλλιώτικος ἀπὸ ἀφέντης νάναι. Τοῦ πρέπει δόξα καὶ τιμὴ ἀφέντη. Κάνω το σταυρό μου καὶ τραβάω.
- Στὸν Ἅϊν - Κύριο! Ἐδῶ τούτη την πεσμένη ἐκκλησίτσα τῇ λένε Ἅϊν - Κύριο Ποιός ξέρει ποιοὶ καλογέροι λειτουργοῦσαν αὐτοῦ μέσα. Κάμε το σταυρό σου, παιδί μου, νὰ σὲ βοηθήση Ἀφέντης Ἅϊ – Γιάννης.
Πάλι «ἀφέντης». Μωρέ, τί ἀφέντης εἶναι αὐτός! εἶπα μέσα μου καὶ μ᾿ ἔπιασε τρεμούλα. Γιὰ τὸ γέροντα παππούλη μου ὁ «Ἀφέντης Ἁγιάννης» ἦταν πιὸ μεγάλος κι' ἀπὸ τὸ Θεό. Τὸ Θεὸ ποὺ νὰ τὸν εὕρη! Τὸν ἀφέντη τὸν Ἁγιάννη τὸν εἶχε μπροστά του. Τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια του.
- Γλέπεις, παιδί μου, δυὸ μονάχα κελλιά ἀπόμειναν ἀπ' τὸ μοναστήρι -τώρα εἴδαμε ἀπὸ πιὸ κοντὰ τὴν ἐκκλησία- ἐνῶ κεῖ πολάτω στ' Ἅγιο Βῆμα θυμᾶμαι στὴν ἡμέρα μου ἀκόμα ἀράδα κελλιά.
- Τί ἔγιναν, παπούλη;
- Ἄχ! παιδάκι μου, ἔβαλαν καὶ τἄκαψαν. Λένε πολλοὶ πὼς τἄχατες ἐγὼ τἄκαψα. Πώς ἐρχόμουνα, λέει, ἀπὸ «κεῖθε»· νύχτωσα αὐτοῦ, ἔβαλα φωτιά το βράδυ νὰ πυρωθῶ, λησμόνησα νὰ σβύσω τὴ φωτιὰ καὶ καήκανε. Θεὸς νὰ τοὺς συχωρέση μ' αὐτά ποὺ λένε! Κι᾿ αὐτουνοὺς κ' ἐμένα τώρα ποὺ γέρασα. Δὲ λένε τὴν ἀλήθεια ὁ κόσμος! Ἐμένα ὅλοι μὲ φτονοῦσαν καὶ τἄφκιασαν αὐτὰ οἱ ὀχτροί μου, κοττουλα μου! Ἐγὼ, παιδί μου, νὰ κάψω κελλιά, ποὺ γλέπω το μοναστήρι καὶ τρέμω!
- Γιατί, παππούλη;
- Ἐγώ, παιδί μου, ἔφαγα ξύλο ἀπὸ τὸν Ἅϊ Γιάννη, ποὺ τὸ θυμᾶμαι ἀκόμα, ἂν καὶ πέρασαν τόσα χρόνια! Εἶναι μαυρισμένο το κορμί μου! δὲ μπορῶ ἀκόμα νὰ σηκώσω τὴν πλατούλα μου ἀπ' τὸν πόνο!
- Μὰ πῶς;
- Νά! γλέπεις ἐδῶ οὗλες τοῦτες οἱ λάκες ἦταν τοῦ μοναστηριοῦ. Καρυές, καστανιές, μηλιές -τώρα δά τί μηλιές! τοῦτα τὰ παλιοκούτσουρα!- ἀχλαδιές ποὺ᾿ ναι γυροβολιά μας τὰ ὥριζε ὁ Ἅϊ-Γιάννης. Ἅμα χαλάστηκαν τὰ μοναστήρια, τὰ διάλυσε μαθὲς τὸ Δημόσιο, ὅλα αὐτίνα γίνηκαν τοῦ Δημοσίου! Εἶχε τοῦτο τὸ μοναστῆρι! Κειάπάν, τὸ Καλογερικό δάσος! Παρακάτω τὰ χωράφια στὴν Τσούμα! Τὰ καλύβια του, τ' ἁλώνια του, τ᾿ ἀμπέλια του, τις πρῶτες ἀμπελομάννες στὰ Κάτω ἀμπέλια! Τί καὶ τί! Ἤτανε μαθὲς παλιό, ἀφοῦ δὲ κι' ὁ Διάκος> ἐδῶ ἔμεινε στὴν ἀρχή. -Κι ἔτσι ποὺ λές Μῆτρο μου!
Ὅλη τούτην την περιφέρεια δῶ γυροβολιὰ τὸ Δημόσιο τὴ βγάνει στὴ δημοπρασία. Τὴ βαροῦνε καὶ τὴ νοικιάζουν γιὰ τὸ χορτάρι, γιὰ καλλιέργεια, μὴ καὶ γιὰ τὰ κλαριά. Ξέρεις τί μῆλο, τί κάστανο, τί καρύδι κατέβαζαν κεῖνα τὰ χρόνια! Τώρα πᾶνε ξεπόρδισαν! Νὰ μὴν τὰ πολυλογάω λοιπὸν μιὰ χρονιά σκέφτηκα κ᾿ ἐγὼ νὰ τὰ βαρέσω στὴ δημοπρασία. Πῆγα στὸ Λιδωρίκι στὴν Ἐνφορία καὶ τὰ πῆρα. Καλύτερα νὰ τσάκαγα τὸ ποδάρι μου, μπέρι ποὺ ἔκαμα τὸν κατήφορο!
Γύρισα. Τὴν πρώτη βραδυὰ ποὺ κοιμήθηκα, ἔρχεται στὸν ὕπνο μου ὁ Σιαφάκας. Τὸν ἔλεγαν Γιάννη. Δηλ. ὁ Ἀφέντης Ἅϊ- Γιάννης. Γιατὶ λέει νὰ μοῦ πάρης τὰ κλαριά μου; ποιὸς σ᾿ ἔβαλε ἀφέντη στὴ δικιά μου περιουσία; Καὶ γκόπ ἀπό πάνω. Μόδωκε, μὄδωκε, μἔδωκε, μὲ σάπισε στὸ ξύλο! Τὸ πρωΐ σηκώθηκε, ἀλλὰ πῶς σηκώθηκα! Τῆς γριᾶς μου μονάχα εἶπα, τί ἔπαθα. Ἀλλοῦ ὄχι. Οὔτε τοῦ παπᾶ, ποὺ λέει ὁ λόγος. Τ᾿ ἀπαράτησα κ᾿ ἐγὼ σιαλμὰ τὰ κλαριά. Ἀπὸ κεῖ καὶ δῶθε, παιδάκι μου, σταυρὸ καὶ βούλα· οὔτε νὰ ζυγώσω δὲν κόταγα δῶ στὸ μοναστήρι! Πέρναγα ἀποσταμένος ποὺ ἐρχόμουν ἀπὸ κεῖθε, στεκόμουν στὸ κελλάκι ποὺ πάντα βρίσκεται ἕνας καλογεράκης, μὰ οὔτε τὸ ρακί του δὲ δεχόμουν. Περνοῦσα ἀνάμεσα στὶς μηλιές. Κάτω σωρὸς τὰ μῆλα ἀπ᾿ τὸν ἀέρα! ποὺ νὰ σκύψω νὰ πάρω! οὔτε φύλλο νὰ ᾿γγίξω, ὄχι μῆλο! Καὶ θὰ σοῦ πῶ παιδάκι μου, ὁ κόσμος εἶναι φτονερός, γι' αὐτὸ λέει πὼς ἐγὼ ἔβαλα φωτιὰ καὶ τἄκαψα! Με γλέπει ποὺ ἔχω μιὰ χαψιὰ ψωμὶ καὶ τρώω, καὶ λέει πὼς τοῦ πῆρα ἀπ' τὴ σακκούλα του τα χρήματα. Δουλεύω, Μήτρο μου, τσακάω τα κόκκαλά μου!
Αὐτὰ μοῦ μολόγησε ὁ γέρος. Τὰ πρόσεχα καὶ μοῦ κόλλησαν στὸ νοῦ, ἀφοῦ δὲ καὶ τώρα ἀκόμη τὰ θυμοῦμαι καὶ σᾶς τὰ γράφω. Ἀλλὰ κεῖνο ποὺ μἔκανε τὴν πιὸ μεγάλη ἐντύπωση, ξέρεις ποιὸ ἦταν; Τὸ γύρω δασάκι ἐδῶ σκιάζονται νὰ κόψουν τὰ ἔλατα οἱ χωριανοὶ καὶ κάτι θεόρατες καστανιές! καρυδιές γεμᾶτες καρύδια καὶ μηλιές μὲ σωρό μῆλα ἀπάνω καὶ κάτω. Ἦτον βλέπεις Αὔγουστος. Σταθήκαμε στὴ βρύση.
- Τ' Ἅϊ-Γιάννη ἡ βρύση! εἶπε ὁ παππούλης. Ἅϊ, νεράκι! Τί κρύο!
Παρακάτω γούρνες ποὺ κρατοῦν τὰ νερὰ γιὰ νὰ ποτίζωνται τὰ τριφύλλια τ' Ἅϊ-Γιάννη ποὺ τάχαν ἀφήσει στὸν καλόγερο. Τα πουλάκια πετοῦσαν ἀπὸ μιὰ καστανιά, στὴν ἄκρη τῆς γούρνας κ' ἔπιναν νεράκι. Ἕνας ξυλυκόκκοτος φλετούριξε ἀπό κάτω καὶ πῆγε κι ἔκατσε στὴ ραχούλα ποὺ εἶναι ἡ καλογερικὴ ἀχυρώνα. Τί αχυρώνα δά τώρα! Ἀρμακὰς λιθάρια! Παλιοβουλιὸς ποὺ φύτρωσαν βατολιὲς καὶ φωλιάζουν τὰ φείδια μέσα. Ἐτρεξα νὰ πιάσω τὸν ξυλοκόκκοτο, ἀλλὰ ἀντὶς γι' αὐτὸν βρῆκα βατόμουρες πάνω στὰ βουλιάδια καὶ τὴν τύλωσα. Ὁ παππούς μου ἔδεσε τὸ μουλάρι κάτω στὸ κελλί, νὰ καλημερίσωμε τὸν καλόγερο καὶ νὰ χάψουμε. Καὶ βλέποντας μὲ πάνω στὸν ἁρμακὰ -Τήρα μὴ σὲ φάει κάνα φείδι ἢ κάνας σκορπιός! μου φώναξε.
Σὲ λίγο βρισκόμαστε στὴν καμαρούλα τοῦ κελλιοῦ. Καθόμαστε σὲ παραθύρι ποὺ βλέπει κάτω στὰ Διπόταμα καὶ πέρα στὰ Κάτω ἀμπέλια καὶ τὴ Σιτίστα.
Ἕνας γεροκαλογεράκης μᾶς φέρνει τον καφέ. Λέει, λέει παράπονα γιὰ τοὺς χωριανούς. Του χάλασαν τὰ κήπια οἱ γίδες τοῦ Λαρύγγα, τἔφαγαν το τριφύλλι τα βόδια του δεῖνα, τὄκλεψαν τἄχλάδια κάτι παλιόπαιδα τοῦ τάδε, λίγο ἔλειψε νὰ τοῦ κυλήση το καλύτερό του μελίσσι ἕνα ἄλογο... καὶ τελειωμοὺς δὲν ἔχει. Ὁ παππούς μου στύλιωσε τὰ μάτια κάτω στὰ Διπόταμα σὰν νάθελε κάτι πολλή μακρυνή θύμηση νὰ ξεσύρη ἀπ' τὸ κεφάλι του.
- Ὀρέ, σὰν κεῖ ποὺ τὴ βλέπω! Τί παππούλη; τοῦ λέω.
Νὰ τὴν κατεβασιά, παιδάκι μου! Δὲ σοῦ εἶπα, θἀρθῆ ἡ ὥρα νὰ σοῦ πῶ πῶς χάλασαν οἱ λογγιές καὶ μαζί μ' αὐτές κι ὁ κοσμάκης ὅλος; Νὰ ποὔρθε τώρα. Στὴν ἴδια τὴ μεριὰ ποὺ καθόμαστε τώρα, καθόμουν καὶ τότε. Ἤτανε ὁ Κοντὸς μήνας, τῆς Ἅγιας Κατερίνης. Οἱ παπάδες τοῦ χωριοῦ λειτούργησαν ἐδῶ στὸ μοναστήρι. Ἀπόλυσε ἡ ἐκκλησία καὶ πρόφτασε ὁ κοσμάκης νὰ γυρίση στὸ χωριό. Ἐγὼ ἔμεινα. Εἶχα σκοπό νὰ περάσω τὴν πέρα μεριὰ νὰ ἰδῶ τί ζημιές ἔκαμε τὸ ρέμα ποὺ πέφτει στ' ἀμπέλι μου.
- Εἶναι πολλὰ χρόνια, παππούλη, ἀπὸ τότε;
- Ἴσιαμε τριάντα! Ἤμουν νιώτερος τότε. Λοιπὸν γλέπομε νια μαυρίλα. Ἤτανε συννεφιά, μὰ κάνας δὲν ἔβανε στὸ νοῦ του τέτοιο κακό. Ἦρθαν ἦρθαν καὶ σκοντούφλιασαν ὅλα τὰ βουνὰ γύρω. Το Βαρδούσι χώθηκε μέσ' στὴ μαυρίλα. Οἱ Ὀξυές δῶθε ἔλεες πώς καταχωνιάστηκαν μέσ' στὴν πίσσα τῆς Κόλασης. Οὔτε τὰ κάτω ἀμπέλια δὲ μπόραγες νὰ διχάσης ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι.
Κάμαμε το σταυρό μας! Νύχτωσε λότελα. Ἡ ὥρα ἀπάνω τὸ καλὸ τὸ γιόμα καὶ νὰ βλέπης νύχτα! Εἴμαστε γιὰ λυχνάρι! Ἡ καρδιά μου ἔτρεμε. Κάποια ὥρα μιὰ λαμπίδα, ποὺ σὰ φεῖδι μὲ χίλιες κουλουρίδες ρίχτηκε ἀπάνω κεῖ στὴν Ὀξυά, μοῦ στράβωσε τὰ μάτια. Ἔφεξε πρῶτα ὅλος ὁ τόπος κ᾿ ὕστερα ρίχτηκε σὲ πιὸ μεγάλο τρισκόταδο. Ἀφέντη μ' Ἅϊ - Γιάννη, βόηθα! πρόφτασα νὰ εἰπῶ κι' ἀκῶ: κρι κρι κρι καὶ κα κόμπ! Ἔπεσε κάπου ἀστραπή. Ὡσποὺ νὰ περάση αὐτή, ἄλλη ἀπολαμπίδα ἀπ' τὸ Σινάνι κάτω ἀπ' τὰ Βαρδούσια κι ἄλλο ἀστροπελέκι! Συνταραχτήκαν τὰ βουνά! Τρίζει τὸ κελλὶ ποὺ βρισκόμαστε, λὲς καὶ θὰ μᾶς πλακώση! Ἄλλες κι' ἄλλες ἀστραπές, ἡ μιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη, βροντές ἀδιάκοπες, ἀστροπελέκια, σωστή κοσμοχαλασιά! Ἦρθε τὸ τέλος τοῦ κόσμου! εἶπα. Ἀποφάσισε ὁ Θεὸς νὰ καταστρέψη το πλάσμα του! Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα, ὄχι παραπάνω ἀπ' ὅση ἔχω π᾿ ἀρχίνησα νὰ λέω, καὶ ξέσπασε ἡ βροχή. Τί βροχή! Θεέ μου, Δημητρίου! Βάλ' το χεράκι σου, Ἀφέντ' Ἅϊ- Γιάννη μου, εἶπα. Νὰ σοῦ πῶ μὲ τὸ σκόπουλο ἔρριχνε τὴ βροχή, τίποτα δὲ σοῦ λέω! Νὰ σ᾿ πῶ μὲ τ᾿ ἀσκί, εἶναι λιγώτερο ἀπὸ κεῖνο ποὺ θέλω νὰ πῶ. Δὲ βρίσκω λόγια νὰ σοῦ πῶ. Μιὰ θάλασσα σωστὴ ξέσπασε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ μαῦρα σύννεφα κ᾿ ἐρχόταν νὰ καταπνίξη τὴν ἀνθρώπινη πλάση! Ἕνα ἀσυγκράτητο βουητό ἀπὸ δῶ, ἀναρόχασμα ἀπὸ κεῖ, βατούρα κακὸ καὶ τὸ μέγα ἔλεος! Ἡ σκεπὴ ἀπ᾿ τὸ κελλάκι λὲς κ᾿ ἔβανε τὴν τελευταία της δύναμη γιὰ νὰ διώξη ὄξω μας τὴ μανία τοῦ νεροῦ. Ἔτρεμε, ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο π᾿ ἀγωνιέται νὰ γλυτώση ἀπ᾿ τὸ κόψιμο. Ἡ αὐλὴ ὄξω σωστὴ θάλασσα! Κάτω στὴν ἐκκλησιά σά βουνό σηκώνονται τὰ νερὰ ἀφρισμένα. Λὲς καὶ σὲ λίγο την παίρνουν κάτω. Καὶ ρίχνει, ρίχνει...! Ἀτέλειωτα μου φαινότουν πὼς θὰ ρίχνη ὡσποὺ, νὰ πάρη κ᾿ ἐμᾶς μὲ τὸ κελλὶ κάτω.
Κεῖ ποὺ ἀδιάκοπα σταυροκοπιόμουν κι «Ἀφέντ' Ἅϊ-Γιάννη μου», ἔλεα, σὰ νὰ φώτισε λίγο μοὔρθε. Σηκώθηκαν πιὸ πάνω τὰ σύννεφα, κ' εἶδα πέρα. Ἀμέσως τὰ μάτια μου πῆγαν στὰ Διπόταμα. Ἔτρεξα μὲ τὸ μάτι ὅλον τὸν ξεριὰ ποὺ ἔρχεται πάνω ἀπ' τὰ Βαρδούσια. Ἐδῶ νὰ ἰδοῦμε, τί θὰ γίνη τώρα μὲ τὴν κατεβασιά! εἶπα. Δὲν τηρᾶς τὴ δουλειά σου, ποὺ θὰ μείνη τίποτα στὴ θέση του! Δὲν εἶχε ἀκόμα καιρό γιὰ νὰ φτάση ἡ κατεβασιά. Γιὰ φαντάσου ποὺ εἶναι ἡ Χοχλαστή ὅπου πιάνεται τὸ ποτάμι! Διὸ ὧρες ἀπὸ δῶ μακρυά. Ἄμε κι' ὁ Κόκκινος ποὺ κατεβαίνει ἀπ' τὰ Βαρδούσια! Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ Λάκκο ποὺ πιάνεται ὡς ἐκεῖ ποὺ σμίγουν μὲ τὸ ποτάμι τῆς Σαΐτας θελἄναι ἄλλες δυὸ ὧρες! Δὲν ἔχει καιρὸ ἡ κατεβασιά. Τώρα ἔβλεπα πιὸ καλά. Τα σύννεφα ἀποτραβήχτηκαν πιὸ ψηλά κι' οἱ σταλαματιὲς πέφτουν πιὸ ἀριές. Καὶ μόλα ταῦτα τὰ ποτάμια δὲν ἄλλαξαν τὴν ἥμερη ὄψη τους. Λίγο θολό νεράκι, ὄχι περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶχαν κι' ἄλλοτε, ἔτρεχαν. Σε λίγο γλέπω καὶ φούσκωσε κάμποσο νερό. Ρίξαν μέσα τα νερά τους τὰ ρέματα τοῦ χωριοῦ, τα ρέματα ἀπὸ τὰ Πάνω ἀμπέλια. Ὅλα τὰ ρεματάκια στὰ Πάνω ἀμπέλια κρεμιόντουσαν σὰν ἄσπρες γραμμὲς καὶ ξερνοῦσαν τὴν κατεβασιά τους στὸ ποτάμι. Λοῦμες, κοτρώνες, ξεκωλωμένα δεντράκια σταμάτησαν γιὰ λίγο στὴν ἀκροποταμιά. Σὰν κάτι περιμένουν, ὅπως κ᾿ ἐγώ.
Ἄξαφνα μιὰ φυσητούρα ἀσυνήθιστη ἦρθε στ' αὐτιά μου φσ....... Θεούλη μου, εἶπα, τί εἶναι τοῦτο! Δὲν εἶδα ἀκόμα κατεβασιά. Τί νὰ τρέχη; λέω. Σὰν ἀέρας, σὰ φωτιά, σὰ βατούρα, σὰ δὲν ξέρω τί, τράβαε μπρός. Το καταλάβαινα μονάχα, δὲν τὄβλεπα. Ἕνα μονάχα ἔβλεπα, τὰ πλατάνια κόβονταν σὰ σπαράγγια καὶ τραβοῦσαν μπρός. Κοντά τους κυλοῦσαν βουνά κοτρώνες, χαλιὰς λιθάρια, ξεράκια, κούτσουρα, κακό κι' ἀντάρα! Νὰ κ᾿ ἡ φωτιὰ ἀπ' τὴν κατεβασιά. Παναγία μου, τί κῦμα ἦταν κεῖνο! Σὰ δαιμονισμένος Δράκος, λὲς καὶ φυσοῦσε καὶ πάγαινε κυνηγῶντας τα ξερίζωμένα δέντρα καὶ τὰ ριζιμιὰ λιθάρια. Κι' όσο δὲ μποροῦσε νὰ τὰ φτάση, τόσο καὶ πιὸ πολύ μανιώνοντας στρίβει πότε δῶ πότε κεῖ τὸ κεφάλι του καὶ ξερνάει λαύρα μανίας ἀπὸ μέσα του. Ἡ γληγοράδα του εἶναι πιὸ μεγαλύτερη ἀπ' τὴ γληγοράδα τοῦ ἀγριόγιδου πάνω στὸν Βαρδουσιοῦ τὰ βράχια. Ἐμένα τὸ μάτι μου τώρα πῆγε στοῦ Φλώρου τὸ μύλο στὶς Ζαβλανέϊκες λογγιές. Ὀρέ! ποὺναι οἱ λογγιές κι' ὁ μύλος! εἶπα ἄθελα μόνος μου. Τί γίνηκαν! ποὺ λογγές, ποὺ μύλος, ποὺ μάραθα! Μιὰ θάλασσα ἀπ᾿ ἄκρη σ' ἄκρη το ποτάμι. Πᾶνε τὰ καλύβια ἀπ᾿ τὶς λογγιές, πᾶνε οἱ μύλοι, πᾶνε τὰ πλατάνια, πᾶνε τὰ σηκώματα, πᾶνε οἱ κληματαριές. Πᾶνε ὀρέ πᾶνε! καὶ ποὺ πᾶνε; Πᾶνε χαιρετήματα στὸ ΓαλατάΠάει ὁ κοσμάκης εἶπα! Κι᾿ ἂν ἦταν καὶ κανένας σὲ κανὰ καλύβι μέσα; Μωρέ οἱ ἀνθρῶποι, νὰ γλύτωναν κάνε; εἶπα. Κι᾿ ἂς πᾶνε στὸ καλό τους καὶ λογγιὲς καὶ μύλοι καὶ πλατάνια καὶ καλύβια. Ἂς τὰ ξεσάρωσε, ἔχει ὁ Θεός! Καὶ ποὺ νἀρθῆ ἀκόμα τῆς Καρυᾶς τὸ ποτάμι! Αὐτὸ βλέπεις πιάνεται στὰ Μουσινιτσιώτικα λιβάδια, πίσω ἀπὸ τὰ Βαρδούσια. Καὶ τέσσερες ὧρες μακρυὰ ἀπ' τὰ Διπόταμα. Ἄντε Θεούλη μ' βατούρα π' ἀκούεται στὸ Σινάνι καὶ πίσω ἀπ᾿ τὶς Ζερβοπλαγιές! Λες καὶ χαλάει ὁ κόσμος! Καὶ μπὰς καὶ δὲν τὸ γλέπω μὲ τὰ μάτια μου πὼς χαλάει;
Ἄντε, Θεούλη μ', κάποια ὥρα καὶ ξαγναντάει τὸ θεριὸ κεῖ κάτω στὰ πλατάνια, ποὺ ᾿ναι τὴν κάτω μεριὰ ἀπ' τὴν Ἁγία Μαρίνα! Ἄθελα θυμήθηκα το τραγούδι: «φέρνει λιθάρια ριζιμιά, λαγγάδι!» Ἀκέρια ἔλατα ὀρθὰ καθὼς ἦταν ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ Σινάνι, ἀπ' τις ζερβοπλαγιές ξεσυρμένα, ἐρχόντανε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Βράχια ἀκέρια ποιὸς ξέρει πούθε ξεκομένα, τἄβλεπες, σὰν κεῖ ποὺ νὰ ἐρχόντανε ἀπάνω σου. Βάρεσε ἡ φωτιά στὸ τσουγκρὶ πέρα, γύρισε δῶθε καὶ ρούπησε τὸν πλατανιὰ κάτω. Κρύφτηκαν καὶ ξεριὰς καὶ πλατάνια. Νὰ ἦταν κι᾿ ἄλλα! «Μήνα βουβάλια μάχονται, μήνα θεριά μεγάλα!» εἶπα. Τώρα νὰ ἰδοῦμε πού θ' ἀνταμώσουν τὰ ποτάμια! Ἔφτασε τ' ἀστάχυ στοῦ Τζήμου τὸ πλάϊ καὶ χύμησε ἀπάνω στ᾿ ἄλλο ποτάμι. Ἆ! νὰ τὸ βάλη κάτω! Λὲς πὼς πιάστηκαν στὰ χέρια. Ἀντισυλιώνεται ὁ Φείδαρις, βάνει τα δυνατά του νὰ διώξη πίσω τὸ Βαρδουσιώτικο το θεριό! Γιὰ μιὰ στιγμὴ εἶπα πὼς δὲ θὰ νικήση τῆς Καρυάς τὸ ποτάμι. Ἀφοῦ βρῆκε τὴν ἀντίσταση, κώλωσε πίσω πίσω πίσω ὡσποὺ ἔγινε ἕνα πέλαγο ἀπὸ κεῖ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Τσουγκρί ὣς μέσ' στὴν Ἅγια Μαρίνα. Γελάστηκα. Αὐτὸ μάζωνε φόρα, ὅπως τὸ φεῖδι ποὺ ὅταν θέλει νὰ τραβήξη πιὸ μπρὸς γιὰ νὰ νικήση, συμμαζεύει τὸ κορμί του καὶ δίνει τὸ σάλτο. Ἔτσι καὶ τοῦτο. Κάποτε γλέπω! τί νὰ ἰδῶ! Ἡ κατεβασιά τοῦ Φείδαρη κώλωσε κατὰ τὸ Τσουκγρὶ πεἶναι στὸ Μαρτεκέϊκο καλύβι, καὶ σὰ νὰ γύρισε πίσω. Ἀφῆκε τόπο στὸ μεγαλύτερο θεριό νὰ περάση. Δὲν πέρασαν ὅμως οὔτε στιγμὲς καὶ λὲς πὼς τα δυὸ θεριὰ γενῆκαν ἀδέρφια. Ἀγκαλιάστηκαν τὰ νερά τους καὶ τραβοῦσαν σὰ θολωμένη θάλασσα. Πάψαν κ' οἱ βατούρες, σώπασαν ταναροχάσματα καὶ σὰν πιστοὶ κι' ἀδερφωμένοι φίλοι κυλιοῦνε τα νερά τους. Μωρέ, ποὺ εἶναι ἡ τρανή λογγὰ ποὺ ἦταν στὸν πάτο στὰ Κάτ᾿ ἀμπέλια; ποὺ εἶναι ὁ Καλογερικός μύλος; Πᾶνε, πᾶνε! πᾶν χαιρετή ματα στὸν ἄλλον κόσμο!
Μούρθε νὰ γελάσω, ἅμα εἶδα πὼς καὶ τὸ Μαλαβαιόρεμα, τοῦτο ποὺ τρέχει πίσω κάτω τὸ μοναστήρι, θέλησε νὰ τα βάλη μὲ τὰ μεγάλα θερία. Βάνει κ' ἡ ἀλποὺ τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς πραματευτάδες! Εἶπα.
Νά! μάζωξε κι' αὐτὸ λοῦμες ξέσυρε ὅλα τὰ ρόγγια τον κατήφορο. Πῆρε κι᾿ ὅσα ἐλατάκια ἀπόμειναν ἀπ' τὸ τσεκούρι τοῦ Πυλαρινοῦ καὶ τὰ ξέρασε κεῖ κάτω τὴν δῶθε μεριὰ ἀπ' τὰ Κάτω ἀμπέλια. Γιὰ μιὰ στιγμὴ φάνηκε πὼς ἔβαλε τα θεριά κάτω. Ἔκαμε λίγο τὸν παλικαρᾶ καὶ τὸ Κουτσόρεμα! Βούλωσε μὲ τὶς λοῦμες του τὴν πόρτα καὶ ἔσπρωξε πίσω το ποτάμι. Ἀλλά τίποτα! Παίρνει νέα φόρα μὲ τὸ πελάγωμα ποὺ ἔκαμε καὶ δίνει μιὰ σπρωξιά μπρός. Πᾶνε καὶ λοῦμες, πᾶνε καὶ λιθάρια. Τράβηξαν μπρὸς σὰν νικημένοι καὶ αἰχμαλωτισμένοι ληστές.
- Ὅ,τι ἄφηκε τοῦ Πυλαρινοῦ τὸ τσεκούρι! εἶπες παππούλη; Τί Πυλαρινός ἦταν αὐτός;
- Θὰ σοῦ τὰ πῶ κι' αὐτά, παιδάκι μου, γιὰ νὰ τὰ ξέρετε καὶ νὰ τὰ μολογάτε καὶ σεῖς οἱ νιώτεροι. Αὐτοῦ πέρα, παιδί μου, στὴ Μαλαβαζιὰ ἤτανε λόγγος ποὺ δὲν ἔσκιζε φεῖδι νὰ περάση. Ἔλατα ποὺ ἔφταναν στὸν οὐρανό. Πάγαινες μέσ' στὸ λόγγο κι' ἦταν σκοτάδι. ποὺ ρέματα τότε καὶ ποὺ τίποτα! Τὸ Μαλαβαζόρεμα, ποὺ τὸ βλέπεις τώρα καὶ σοῦ κόβεται τὸ αἷμα, δὲν ἤτανε ντίπ ρέμα. Πάγαινες ἀπ' τὸ μοναστήρι ἴσια στὸ λόγγο χωρὶς νὰ βρῆς πουθενὰ μπόδιο. Αὐτίνα τὰ ἔλατα τἄβαλαν στὸ μάτι οἱ λοτόμοι. Ἕνας Πυλαρινός κάτω ἀπ᾿ τ᾿ Ἀπόκουρο πῆγε στὸ δημόσιο, τα δήλωσε καὶ τὰ πῆρε γιὰ νὰ τὰ βγάλη ξυλεία. Ποὺ νὰ μὴ βρισκόταν κι' αὐτὸς κι ἡ προκοπή του! Καὶ τί σοὔφταιγε ὁ ἀνθρωπάκης, ἀφοῦ τοῦ τἄδωκε τό δημόσιο!
Λοιπὸν φέρνει τους λοτόμους. Βουργάρους μὲ κάτι τσεκούρια! μπαλτάδες! Ἀρχίζουν τότε οἱ φίλοι καὶ τὸν ἔκαμαν κασαὴ τὸν τόπον αὐτὸν οὔλον. Δὲν ἄφηκαν οὔτε γιὰ μαρτυριά πουθενὰ ἕναν ἔλατο. Οἱ χαζο - Ἀρτοτινοὶ χαίρονταν, γιατί θἄφκιαναν χωράφια, ἀνοίματα λέει, ρόγγια. Χωρίς νὰ ξέρουν πώς τὰ ρόγγια σοῦ δίνουν κάνα δυὸ χρόνια ψωμὶ κι᾿ ὕστερα σ᾿ ἀφήνουν καὶ πεθαίνεις ἀπ᾿ τὴν πεῖνα.
Καὶ θὰ σοῦ πῶ μαθές, νὰ σὲ ποιά κατάσταση τὸν ἔφεραν τὸν τόπο οἱ λοτόμοι! Πάει καὶ τὸ δάσος, πᾶνε καὶ τἀνοίματα, γίνηκαν ξελάστρες, πάει κι' ὁ τόπος μας ὅλος στὸ Γαλατά.
- Κεῖνος ὁ Πυλαρινός τί ἔγινε παππούλη;
- Ἄ! θὰ σοῦ πῶ γι' αὐτόν! Γιατί κι αὐτὸς πῆγε κατά διαβόλου μὲ το ἐμπόριο ποὺ ἔκαμε! Σὰν κεῖ ποὺ νὰ τὸν πῆραν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἐλατιῶν ποὺ ἔκοψε! Πέρα τον Ἅϊ - Δημήτρη, τὸ μῆνα, ἡ λοτομία εἶχε τελειώσει. Θερίστηκαν ὅλα τὰ ἔλατα, γίνηκαν τουμπρέκια.
Τα περισσότερα τὰ κατέβασαν στὸν ξεριὰ γιὰ νὰ τὰ μπαρκάρουν ἄλλα τἄφκειασὰν τρακάδες τρακάδες αὐτοῦ πέρα στὰ πλάγια, κι' εἶχαν σκοπὸ νὰ τὰ κατεβάσουν κάτω στὸν ξεριά. Ὁ Πυλαρινός ἦταν δῶ στὸ μοναστήρι. Ἕνα βράδυ πιάνει ἕνα ἰλέμι, μιὰ βροχή, ἕνα κακό! Ἀστραπές, ἀστροπελέκια, ἀστραποτσοκανίσματα. Καὶ πότε δὲν ἀστραποτσοπανάει ἐδῶ στ' ἀγριοβούνια, ποὺ εἴμαστε; Τρόμπα ποὺ σήκωσε τὸν τόπον ὅλο. Ὅλες τις τρακάδες τοῦ Πυλαρινοῦ τὶς ξέσυραν τὰ νερὰ κάτω στὴν ποταμιά. Τὸν ἀπάλλαξαν, τὸν γλύτωσαν κι' ἀπὸ τὸν κόπο ποὺ θἄκανε. Ἦρθε καὶ μιὰ κατεβασιά μεγάλη στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τα ξύλα. Γιόμισαν ὅλες οἱ Κραββαρίτικες οἱ ποταμιὲς αὐτοῦ σιακάτω ἀπὸ τὴν ξυλεία τοῦ Πυλαρινού. Μάζωξαν ὁ κοσμάκης! Βλέπεις κι' οἱ φτωχοὶ ἔχουν τὴν τύχη τους! Ὁ Θεός φτωχοὺς κάνει, ἄμοιρους ὄχι τὸ λέει κι' ἡ παροιμία ἀκόμα!
Λοιπὸν ὁ Πυλαρινός ἀπό μέσα ἀπ᾿ τὸ παραθύρι τοῦ κελλιοῦ τήραε τὴ συφορά του! Ἔβλεπε τὶς τρακάδες ποὺ κυλοῦσαν μία μία κάτω. Εἶδε πού τόν πῆρε τὸ ποτάμι, ὅπως κι' ἡ παροιμία το λέει καὶ τὸ βάρεσε κι' αὐτὸς στὰ χώρατα. Κάποια στιγμὴ πὰτ πὰτ, ἄστραψε καὶ φεγγοβόλησε ὁ τόπος όλος. «Φέξε, διάολε, νὰ ἰδῆς τὴ δουλειά πὄφκιασες» εἶπε. Κι' ἀπὸ τότε κι᾿ ὕστερα ἔμεινε γιὰ παροιμία ἡ κουβέντα καὶ τὴ λένε ὁ κόσμος, ὅταν τοὺς βρίσκουν τέτοιες συφορές.
Πάει κι' αὐτό. Τώρα νὰ ἰδοῦμε πὼς κατέβαζαν τα ξύλα στὸν ξεριά; Πετσώνουν μιὰ λαγγαδια ποὺ νὰ βγαίνει στὸ ποτάμι, ψαλλίδια, κούτσουρα ἢ ἄλλα ξύλα. Τα στρώνουν δηλ. σὰν ὁ βαγενάς τις δούγες. Ὑστέρα ἀπολᾶνε ἕνα ἕνα τὰ ξύλα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ ξυλόδρομου ἂς ποὺμε καὶ γλιστρῶντας αὐτὰ βρίσκονται γιὰ μιὰ στιγμή κάτω στὴν ποταμιά. Ξέρεις πὼς φεύγουν; σὰ σιδηρόδρομος. Τόσο γρήγορα. Ξεστρώνοντας ἀπὸ πίσω τὰ ξύλα καὶ ρίχνοντάς τα ὡς τὸν πάτο πετυχαίνουν το σκοπό τους. Βλέπεις μὲ τί τέχνη κερδίζει δύναμη ὁ παλιάνθρωπος!
Ἅμα ἀπολυθοῦν τ' αὐλάκια τέλος τοῦ Τρυγητῆ ἢ τὸν Ἅϊ Δημήτρη, σουδιάζουν τὸ ποτάμι οἱ λοτόμοι. Ξελιθίζουν ὅπου πρέπει, γιὰ νὰ μὴ βρίσκουν μπόδιο τὰ ξύλα καὶ συμμαζώνουν ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ νερὸ βάνοντας ξύλα. Αὐτὸ τὸ κάνουν σ' ἕνα μεγάλο διάστημα, νὰ ποῦμε ἀπὸ δῶ ὡς τὸ Ζηλιστινό. Βάνουν ὕστερα ἕνα ἕνα τα ξύλα μέσ' στὴ σούδα καὶ τὰ συνταιριάζουν τὰ δένουν νἆναι ἀραδιασμένα. Τὸ νερὸ σηκώνοντάς τα τα ξεσέρνει κάτω κι' ἔτσι ταξιδεύουν σὰν καράβια -νὰ τὰ μπαρκάρουν ποὺ σοῦ εἶπα.- Ἀπὸ δῶ κι' ἀπὸ κεῖ ἀπ' τὴ σούδα τὰ συνοδεύουν λοτόμοι κρατῶντας τὶς ἀγχοῦτσες στὰ χέρια. Ἄν πιαστῆ κανένα ἀπὸ πέτρα ἢ ἄλλο τίποτα, τὸ ἁρπάζουν μὲ τὴν ἀγκούτσα (μὲ μύτη σιδερένια μπρός) καὶ τὸ ξεσκαρίζουν κάτω. Ὕστερα σουδιάζουν ἄλλο διάστημα μὲ τὰ ξύλα ποὺ ξεμπαρκάρουν παρακάτω, νὰ ποῦμε ἀπ' τὸ Ζηλιστινό ὥς τὸ Κλεπαΐτικο. Κι' ἔτσι στακάτω στακάτω ὅλο τὸ ποτάμι. Το ταξείδι ξακολουθεῖ καὶ μῆνα! Βλέπεις τὸ ποτάμι αὐτό χύνεται στὸ Γαλατά, κοντὰ στὸ Μεσολόγγι. Ἄν μπορέσουν καὶ τὰ βγάλουν σώϊκα, τ᾿ ἁρμαθιάζουν μέσ' στὴ θάλασσα καὶ μὲ τὶς μαοῦνες τὰ τραβοῦν πέρα στὴν Πάτρα καὶ κάνουν τὴ δουλειά τους. Κι' ἀπ' τὰ σπάνια εἶναι ὅμως νὰ γλυτώσουν ἀπ' τὴ θεομηνία. Τότε, βλέπεις, εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ πιάνουν τα πρωτοβρόχια καὶ πάντα οἱ κατεβασιὲς δὲ λείπουν. Γιομίζουν οἱ ξεριάδες αὐτοῦ σιακάτω! Οἰκονομάει ὁ κοσμάκης ξύλα χρονικῆς. Κι' αὐτά ποὺ λὲς Μῆτρο μου!
- Ἄ! καμιὰ μέρα ξανάπε, ἀργότερα, θὰ πᾶμε στὸν ξεριά γιὰ ξύλα. Κατέβασε προχτὲς καὶ θὰ βροῦμε πολλὰ ξύλα.
- Ποιός τἄφκιασε, παππούλη;
- Ἄμε, δὲν ἄκουσες τὴν παροιμία πὼς «δὲν κατεβάζει κάθε μέρα κούτσουρα ὁ ξεριάς»!
Κατεβάζει ὅμως, ἅμα εἶναι τρόμπες καὶ πλημμυρίζουν τα νερά. Φέρνει κούτσουρα, γκρίζια ἀπὸ ἔλατα, ἀποκουρὲς ἀπὸ πλατάνια. Δῶ στακάτω τα Κραββαροχώρια ὅσα εἶναι κοντὰ στὸ ποτάμι, Κλεπά, Συνίστα, Ἅϊ- Δημήτρης δὲν πᾶνε σὲ λόγγο γιὰ ξύλα! Σπάνια. Μαζώνουν τα ξύλα τους ἀπ' τὸν ξεριά. Ἄς εἶναι καλὰ ὁ Φείδαρης ποὺ τοὺς τὰ πηγαίνει πισχέσι! Κατὰ τὰ σούρουπα εἴμαστε στὴν ἄκρη στὸ χωριό.
- Τὰ βρουκουλούδια, λέω, τὰ βρουκουλούδια! Ἄχ! κ᾿ ἐγὼ νὰ ἤμουν βρουκουλούδι!
- Μπά, γώ, παιδάκι μ', σ' ἔχω γιὰ γράμματα! δὲ σ' ἔχω γιὰ βρουκουλούδι! εἶπε ὁ παππούλης.
Τί γλυκὰ ὄνειρα ποὺ ἔβλεπα κείνη τὴ βραδυά, σὰ γυρίσαμε ἀπ' τὸν Ἅϊ-Γιάννη μὲ τὸν παππούλη! Τὰ ἴδια ὄνειρα περνοῦν ἀπὸ τὸ νοῦ μου καὶ τώρα δὰ ποὺ γράφω. Τί γλύκα πἔχει ἡ παιδιάτικη ζωή!
ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΟΜΑΤΙΚΩΝ ΑΙΤΩΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΠΑΝΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
ἀγκούτσες = ξύλινες ἁρπάγες.
ἀναρόχασμα = ροχάλισμα δυνατό.
ἁρμακάδες = σωρὸς ἀπὸ πέτρες.
βατούρα = ἢ βαζούρα, το βούισμα του ποταμοῦ.
βατλιές = βάτα.
βερβερίτσα = σκίουρος.
βολιάδια = σωροὶ ἀπὸ πέτρες μέσα σὲ χωράφι.
βροκολούδι = μικρός βουκόλος.
διχάσης = ξεχωρίσης ἀπὸ μακρυά. Διακρίνεις.
ἰλέμι = ραγδαία βροχή.
καλκάνι = ἀέτωμα.
κασαή = φαλακρό.
κιαρατίνη = κερατούλη· χαϊδευτικά λέγεται σὲ παιδιά, ποτὲ σὰ βρισιά.
λατσούδια = μικρὰ ἔλατα τουφωτά.
λογγά = ἴσιο χωράφι στὴν ἄκρη στὸ ποτάμι γινωμένο ἀπὸ γεμίσματα φερμένα ἀπό τό νερό (λοῦμες).
λογγωμένα = δασωμένα.
λοῦμες = ἰλύς.
λουρίτσες = λεπτές βέργες.
ξεπόρισαν = ἐξαντλήθηκαν δὲν κάνουν πολλὰ φροῦτα.
ξεριάς = ὅσο μέρος τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ δὲ βρέχει το «ρεῦμα».
ξυλοκόκκοτος = τσαλαπετεινός.
παλιοβουλιός = σωρός ἀπὸ πέτρες παλιός, μουσκλιασμένος.
ρόγγια = χωράφια γινωμένα ἀπὸ ξεχέρσωμα δασωμένου τόπου.
ρούπησε = ὥρμησε.
σαϊκα = σῶα, χωρίς νὰ πάθουν τίποτε.
σιαλμά = στὴ διάθεση του καθενός.
σκαρπιάς = σκορπιός.
σκόπουλο = μικρό ἀσκί ποὺ βάνουν μέσα γάλα (οἱ τσοπάνηδες ἰδίως).
τουμπλέκια = τεμάχια τοῦ κούτσουρου γιὰ νὰ σκιστοῦν σὲ σανίδια.
τσουγκρί = βράχος πετρώδιο ἐξόγκωμα τῆς γῆς.
φλετούρηξε = πέταξε.
φυσητούρα = δυνατό φύσημα μὲ ἦχο.
χαλιὰς = σωριασμένες ἀπὸ νεροσυρμή ἢ ξεσυρμα πέτρες.
Δημήτριος Λουκόπουλος