Λουκόπουλος Δημήτριος (1874 - 1943)
Ὁ Δημήτρης ἤτανε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἑφτὰ παιδιὰ τοῦ Ἀρτοτινοῦ ἐμπορευόμενου καὶ κτηματία Νικολάκη Λουκόπουλου καὶ τῆς Βοστινιτσιώτισσας Φροσύνης Κόταρη.
Γεννήθηκε στὶς 20 Αὐγούστου 1874 στὸ ὀρεινὸ κεφαλοχώρι τῆς Δωρίδας Ἀρτοτίνα. Τὰ πρῶτα δώδεκα χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ πέρασε μέσα σὲ κείνη τὴν ἄγρια καὶ μεγαλόπρεπη φύση, ἀντικρυνὰ στοὺς θεόρατους κοκκινωποὺς βράχους τῶν Βαρδουσιῶν, κι᾿ ἀνάμεσα σὲ μιὰ πρωτόγονη κοινωνία ποὺ κυρίαρχη παράδοσή της ἤτανε ὁ ἀρματολισμός.
Ἀφοῦ συμπλήρωσε τὶς ἐγκύκλιες σπουδὲς στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) ἐγγράφτηκε στὰ 1889, δεκαπεντάχρονο ἀκόμα παιδί, στὸ διδασκαλεῖο τῆς Ἀθήνας. Τὸ 1892 βγῆκε δάσκαλος καὶ διορίστηκε στὴ Σαλαμίνα ἀπ’ ὅπου μετατέθηκε, τὴν ἴδια χρονιά, στὸ Αἰτωλικὸ χωριὸ Κεφαλόβρυσο (ν. Θέρμου) ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ λίμνη Τριχωνίδα.
Ἐκεῖ, «στὴ δεύτερη πατρίδα» ὅπως τὄλεγε τὸ Κεφαλόβρυσο, ἔζησε ἀπὸ τὸ Νοέμβρη τοῦ 1892 ἴσαμε τὸ Φλεβάρη τοῦ 1925. Ἀγάπησε τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἀγάπησαν, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου, ποὺ ζοῦσε ἀκόμα στὴ μνήμη τῶν γερόντων, καὶ μελέτησε κ᾿ ἔνιωσε τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ. «Οἱ χαρὲς καὶ οἱ λῦπες της γιὰ πολὺν καιρὸ ἤτανε καὶ δικές μου. Ὁ πόνος τοῦ γεωργοῦ αἰσθανόμουν σὰ νὰ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου» γράφει στὸν πρόλογο τῶν «Γεωργικῶν».
Τὸ 1896 γνωρίστηκε μὲ τὴ Μαρία Βασιλοπούλου καὶ στὰ 1899 τὴν παντρεύτηκε κι᾿ ἀπόκτησαν τέσσερα παιδιὰ ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα ζοῦνε τὰ τρία. Ἡ γυναῖκα του στάθηκε ὁ καλύτερος φίλος καὶ βοηθὸς ποὺ τὸν κατανοοῦσε καὶ φρόντιζε, μέσα στὶς ἀτελεύτητες δυσκολίες τῆς ζωῆς, νὰ τοῦ δημιουργεῖ τὸ κατάλληλο κλίμα, τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν εὐδοκίμηση μιᾶς προσπάθειας πού, ἂν καὶ οἱ ρίζες της εἶναι πιασμένες σ᾿ ἕνα γόνιμο ἔδαφος ἀγάπης, χρειάζονται μιὰ ἀδιάκοπη ζωογόνηση ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς πίστης καὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ στεριώσουν κορμὸ καὶ ν᾿ ἁπλώσουν κλάδους.
Στὸ δημοτικισμὸ μυήθηκε πολὺ νέος, 23 χρονῶ, ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο τότε Γ. Σωτηριάδη ὁ ὁποῖος πῆγε στὸ Κεφαλόβρυσο στὸ 1897 γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἀνασκαφές. Στενὴ φιλία τοὺς συνέδεσε καὶ μαζὶ κάμανε, τὰ κατοπινὰ χρόνια, πολλὰ ταξίδια στὴν ὀρεινὴ Αἰτωλία.
Μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους πῆγε ὁ Δημήτρης, γιὰ ἕνα χρόνο, ἐπιθεωρητὴς δημοτ. σκολειῶν στὰ Γρεβενὰ καὶ κατόπι γύρισε στὸ Κεφαλόβρυσο. Τὸ 1925 ἀποσπάσθηκε στὸ Ἱστορικὸ Λεξικὸ καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1925 τοποθετήθηκε στὸ Λαογραφικὸ Ἀρχεῖο καὶ στὰ 1930 πῆγε στὸ Μουσικὸ Λαογραφικὸ Ἀρχεῖο. Ἴσαμε τὸ θάνατό του ἤτανε γραμματέας τῆς Λαογραφικῆς Ἑταιρείας.
Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, κι’ ὣς τὸ 1940, ἐργάζονταν ἐντατικά, τὶς ὧρες ποὺ ἤτανε λεύτερος ἀπὸ ὑπηρεσιακὴ ἀπασχόληση, καὶ δημοσίεψε ἕντεκα βιβλία, λαογραφικά, ἱστορικὰ καὶ ταξιδιωτικά. Ἐπίσης πάμπολλα ἄρθρα μὲ ποικίλο περιεχόμενο σὲ λογοτεχνικὰ κ.λ.π. περιοδικά, ἡμερολόγια κ᾿ ἐφημερίδες. Τέλος κάμποσα μεγάλα ἔργα του ἀπόμειναν ἀνέκδοτα.
Μὲ τὴ γενέτειρα δὲν ἔκοψε ποτὲ τὸ δεσμό. Ἀνέβαινε κάθε καλοκαίρι στ᾽ ἀγαπημένα του βουνὰ κ᾿ ἔχοντας γιὰ ὁρμητήριο τὴν Ἀρτοτίνα κινοῦσε γιὰ ἕνα πολυήμερο καὶ μακρυνὸ ταξίδι μελέτης, ἐπαφῆς μὲ τὸ λαὸ κι᾿ ἀνανέωσης ἐντυπώσεων, σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας. Ἦταν ὣς τὰ τελευταῖα του δεινὸς πεζοπόρος καὶ δεκαεξάωρη πορεία, σὲ μιὰ μέρα μέσα, δὲν τὴ θεωροῦσε καὶ κανένα σπουδαῖον ἄθλο.
Ἡ βαρβαρικὴ κατοχὴ τὸν ἀναστάτωσε, τὸν ξεσήκωσε, καὶ γιὰ νὰ βλέπει ὅσο ἤτανε δυνατὸ λιγώτερο τὴ συμφορὰ ἀποτραβήχτηκε στὴν ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κεφαλόβρυσου τὸν Ἰούλιο τοῦ 1941. Ἐκεῖ, παρ᾽ ὅλη τὴν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς ἔγνοιες γιὰ τὴν ἐπιβίωση, δὲν ἔπαψε νὰ ἐργάζεται, συνθέτοντας κυρίως τὸ τελευταῖο του βιβλίο: «Οἰκογενειακὴ ζωὴ τῶν Αἰτωλῶν».
Τὸ Μάη τοῦ 1943 ἀρρώστησε ξαφνικά, ἐνῶ ἴσαμε τότες εἶχε θαυμάσια ὑγεία, καὶ στὶς 30 Ἰουνίου ὥρα 22.45΄ ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια, σὲ ἡλικία 69 χρονῶν. Ὁ θάνατός του ἤτανε γαλήνιος. Εἶχε ἀναζητήσει τὸ χέρι τῆς Μαρίας, τῆς γυναίκας του, καὶ τὸ κρατοῦσε ἀκόμα κι᾿ ὅταν ἔπαψαν οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς του.
Τὴν ἑπομένη, 1 Ἰουλίου 1943, τὸν συνόδεψαν στὸ τελευταῖο του ταξίδι σύσσωμο τὸ Κεφαλόβρυσο καὶ λαὸς ἀπὸ τὰ γύρω χωριά.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Τελειώνοντας το σύντομο αφιέρωμά μας στον μεγάλο Δωριέα Λαογράφο, τον αείμνηστο Δημ. Λουκόπουλο, θ'αναφερθούμε στα, κατά καιρούς, εκδοθέντα βιβλία του.
- " Ακολουθία και βίος του Οσιομάρτυρος Ιακώβου του νέου " - 1894.
- " Σύμμεικτα λαογραφικά Μακεδονίας " - 1917.
- " Σύμμεικτα Αιτωλικά λαογραφικά " - 1921.
- " Αιτωλικαί οικήσεις, σκεύη και τροφαί " - 1925.
- " Φως από τους μύθους μας Α' " - 1926.
- " Φως από τους μύθους μας Β' " - 1926.
- " Ποιά παιχνίδια παίζουν τα Ελληνόπουλα " - 1926.
- " Πως υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί " - 1927.
- " Ποιμενικά της Ρούμελης " - 1930.
- " Στ' Άγραφα " - 1930.
- " Ο Ρουμελιώτης καπετάνιος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το αρχείο του " - 1931.
- " Στα βουνά του Κατσαντώνη " - 1934 . απόσπασμα Ὁ Γιουσοὺφ Ἀράπης Πολεμάει
- " Σύμμεικτα λαογραφικά Αιτωλίας " - 1937.
- " Γεωργικά της Ρούμελης " - 1938.
- " Νεοελληνική μυθολογία " - 1940.
Μετά τον θάνατο του, εκδόθηκαν στή σειρά τών εκδόσεων του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, δύο εργασίες του, μέ προσθήκες του Δ. Πετρόπουλου: «Η λαϊκή λατρεία τών Φαράσων» (1949) και του Δ. Λουκάτου: «Παροιμίες τών Φαράσων» (1951).
Το Ἱστοριοδιφικό Ἔργο του Δημήτρη Λουκόπουλου
του Κ. Θ. Δημαρά
Προσπαθῶ νὰ σταθῶ ἀντικειμενικὸς κοιτάζοντας τὸ ἔργο τοῦ Λουκόπουλου. Πρῶτα ἐξετίμησα τὸν συγγραφέα καὶ ὕστερα γνώρισα καὶ ἀγάπησα τὸν ἄνθρωπο. Προσπαθῶ νὰ κάνω ἀφαίρεση τῆς ἀγάπης μου, ἀφαίρεση τῆς γνωριμίας μου μὲ τὴν εὐγενικὴ μορφή του. Καὶ ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ εἶναι ἀντικειμενικὸς ὅταν ἔγραφε ἱστορία, μὰ πάντα ξεπρόβαλε μέσα στὸ λόγο του, ἡ ἀγάπη. Ἔτσι καὶ μένα, Κι ὅταν ξανάνοιξα τώρα γιὰ τὸν εἰδικό μου σημερινὸ σκοπὸ μὲ συγκίνηση τὰ βιβλία του, κι ὅταν μὲ πιὸ πολὺ συγκίνηση ἀντίκρυσα καὶ ξεφύλλισα τὰ χειρόγραφά του ἔνοιωσα πόσο δύσκολο μοῦ ἦταν στὴν ἀκέρια τούτη ρουμελιώτικη προσωπικότητα νὰ προσαρμόσω τὶς τεχνητὲς τομὲς τῆς ἐπιστήμης. Ὁ Δημήτρης Λουκόπουλος ἱστορικὸς εἶναι τὸ στεφάνωμα ἑνὸς στοχασμοῦ ἀφιερωμένου στὴν πολύμορφη ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Βγαλμένος ἀπὸ τὸ λαό. ἐγνώρισε τὸν ἑαυτὸ του, ἐγνώρισε τὸ λαό, τὸν ἀγάπησε, ἐπίστεψε σ᾽ αὐτὸν καὶ τὸν ἱστόρησε. Λογοτέχνης, λαογράφος, ἱστορικός, ὕψωσε τὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ σὲ ἀνυπέρβλητη τελειότητα, μελέτησε μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ μᾶς γίνεται ἡ μελέτη του πολύτιμο στοιχεῖο γιὰ τὴν γνώση της, σπούδασε μὲ στοργὴ καὶ ἱστόρησε τὰ περασμένα του, ἔτσι ποὺ νὰ ζωντανέψουν μπροστά μας.
Σκυμμένος μὲ λαχτάρα ἐπάνω σὲ παλιοὺς κώδικες μοναστηριῶν, σὲ ἐνθυμήσεις γραμμένες μὲ ἀδέξιο χέρι στὰ παράφυλλα τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, σὲ ἐπιγραφὲς καὶ χαράγματα, προσπαθεῖ νὰ ἀποκαλύψει ὅσο ἱστορικὸ νόημα κρύβουν, ἑρμηνεύει, συγκρίνει, συνδυάζει. Ἔτσι ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ μόνος συγκέντρωσε, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀρκεσθεῖ σ᾽ αὐτό, ἐπεξεργάσθηκε καὶ γονιμοποίησε. Ἤθελε, προσπαθῶντας πάντοτε νὰ μένει μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀντικειμενικότητας, νὰ ξεπεράσει τὴν ἁπλῆ ἱστοριοδιφία, νὰ καταστήσει ζωντανὴ τὴ μνήμη τῆς ἱστορίας. Καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία, μὲ ξεχωριστὴ ἀγάπη καὶ ἀπόδοση, μελέτησε τὴν πιὸ πρόσφατη περίοδο, ἐκείνην ποὺ δένεται μὲ τὴν συναισθηματική μας ζωή, μὲ τὶς παραδόσεις μας καὶ τὰ συνήθεια μας, ἐκείνην ποὺ ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας· ἀπὸ τὴν τουρκοκρατία καὶ πέρα.
Καὶ μόνη ἡ ἱστοριοδιφική του ἐργασία ἂν ὑπῆρχε θὰ ἦταν πολύτιμη· κιόλας ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνα μὲ κόπους πολλούς, σὲ περιοδεῖες καὶ ταξίδια, κάποτε γεμᾶτα κινδύνους, πάντοτε δύσκολα, σὲ ἀπάτητα βουνὰ τῆς Ρούμελης, μάζεψε καὶ διέσωσε ὑλικὸ ποὺ ὕστερα σὲ μεγάλο μέρος καταστράφηκε ἢ χάθηκε, καὶ μᾶς εἶναι πλέον γνωστὸ μόνο ἀπὸ τὶς δικές του σημειώσεις. Τὸ ὑλικὸ αὐτὸ δὲν τὸ ἔδωσε ἀνεπεξέργαστο, ἀλλὰ τὸ σκόρπισε μέσα στὶς ἐργασίες του, μικρὲς μονογραφίες ποὺ ἔχουν ἕναν μικτὸ χαρακτῆρα ἐκλαϊκευτικὸ μαζὶ καὶ ἱστορικό, καθὼς καὶ στὰ ὡραῖα ὁδοιπορικά του, ἢ τὸ ἐφύλαξε ἀνέκδοτο ἀκόμη ἐνσωματωμένο μέσα σὲ μεγαλύτερα ἱστορικά του ἔργα ποὺ δὲν πρόφθασε νὰ δημοσιεύσει: «Τὸ Ἀπόκουρο» καὶ τοὺς «Κατσαντωναίους».
Κιόλας ἡ πρώτη του σχετικὴ ἐργασία, δημοσιευμένη στὰ 1894, δείχνει τὸ δρόμο ποὺ ἔμελλε νὰ πάρει καὶ σημαδεύει τὰ ἐνδιαφέροντά του. Εἶναι ἡ ἔκδοση μιᾶς παλιᾶς ἀκολουθίας τοῦ νεομάρτυρος Ἰακώβου· τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο, ἀνάμικτα μὲ τὴν παράδοση καὶ μὲ τὰ ἱστορικὰ τῆς τουρκοκρατίας. Γιὰ καιρὸ ὕστερα σωπαίνει· μαζεύει ὑλικό - ὄχι μόνο λαογραφικό, ἀλλὰ καὶ ἱστοριοδιφικὸ ἀπὸ τὰ μέρη ὅπου ζεῖ. Λαογραφικὰ ἀρχίζει ἀρκετὰ νωρὶς νὰ δημοσιεύει· ἡ γενναία πνοὴ τοῦ Ν. Πολίτη συγκινοῦσε καὶ κινοῦσε τοὺς ἐπαρχιῶτες δασκάλους ποὺ πρόθυμα βοηθοῦσαν στὴν λαογραφικὴ συλλογή οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς τόμους τῆς «Λαογραφίας» ἔχουν συνεργασία τοῦ Δ. Λουκόπουλου.
Μόλις γύρω στὰ 1930 ἀρχίζει καὶ δημοσιεύει τὸ ἱστοριοδιφικὸ ὑλικό ποὺ εἶχε μαζέψει· μικρὲς ἐργασίες σὲ περιοδικὰ καὶ Ἡμερολόγια (ἰδίως στὸ «Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος»), ὅπου ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία ἀποτελεῖ σὰν ὀργανικὴ συνέχιση τῶν γνώσεων. Οἱ τέτοιου εἴδους ἐργασίες ἀπὸ τότε ὣς τὸν θάνατό του βλέπουν τὸ φῶς σὲ πυκνὰ διαστήματα καὶ ὑπόσχονται πολλὰ γιά τὰ πιὸ μεγάλα του βιβλία, ἐκεῖνα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ δημοσιεύσει. Εἰδικὴ μνεία θὰ ἔπρεπε νὰ κάνω γιὰ μιὰ ἐκτεταμένη ἐργασία του ποὺ ἔχει τίτλο «Ὁ Ρουμελιώτης Καπετάνιος τοῦ 1821 Ἀνδρίτσος Σαφάκας καὶ τὸ Ἀρχεῖο του» (1931), ἡ ἔκδοση τοῦ ἀρχείου του γίνεται πολὺ μεθοδικά, ἐνῶ παράλληλα ὁ πρόλογος καὶ οἱ σημειώσεις τοῦ ἔργου ἐπιτρέπουν στὸν ἐκδότη νὰ δώσει πηγαῖο ὑλικό, μαζεμένο σὲ σημαντικὸ ποσοστὸ προφορικά. Οἱ ἄλλες ἐργασίες ἀφοροῦν ἰδίως σὲ πρόσωπα ἢ σὲ τόπους σχετικοὺς μὲ τὴ Ρούμελη μοναστήρια, χωριὰ κλπ.
Φυσικὰ ἀπὸ τὸν Δημήτρη Λουκόπουλο, αὐτοδίδακτο ἱστορικό, δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε πάντα οὔτε τὴν αὐστηρὴ ἐφαρμογὴ στὴν τεχνικὴ τῆς ἔκδοσης τῶν κειμένων καὶ τῶν ἐπιγραφῶν, οὔτε τὴν τυπικὴ προσήλωση σὲ μιὰ συγκροτημένη ἱστορικὴ μέθοδο, οὔτε τὴν ἐξαντλητικὴ ἐκμετάλλευση τῶν δημοσιευμένων πηγῶν. Ἡ τεκμηρίωση τῶν πληροφοριῶν τὶς ὁποῖες παραθέτει δὲν εἶναι πάντα ὅσο θὰ τὴν θέλαμε πλούσια. Τὰ κείμενα καὶ οἱ ἐπιγραφὲς ποὺ ἐκδίδει δὲν εἶναι πάντοτε διαβασμένες σωστά· οἱ πληροφορίες ποὺ παραθέτει δὲν εἶναι πάντοτε ἀκριβεῖς ἡ φιλολογική του κριτικὴ δείχνει κάποτε ἀνεπάρκεια. Ὅμως δίπλα στὰ ψεγάδια αὐτά, καὶ βγαλμένες ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα, συναντοῦμε μεγάλες χάρες καὶ μεγάλες ἀρετές. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σπουδή, τοῦ τὸ ἐξασφάλισε ἡ μεγάλη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀδιάκοπη ἀπασχόληση μὲ τὰ θέματα ποὺ ἀγαποῦσε. Ἔτσι συχνά, μέσα ἀπὸ ἁπλὲς ἀφηγήσεις κι ἀπὸ ἐξαίσιες περιγραφές, ξεπηδοῦν σημαντικὰ ἱστορικοκοινωνικὰ πορίσματα. Ὁ στοχασμός του λειτουργεῖται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ λειτουργεῖται ὁ λαϊκὸς στοχασμός· ἔχει τὴν ἀφέλειά του ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσφάλειά του· πλούσιος χυμὸς λαϊκῆς σοφίας καὶ ἐθνικῆς πείρας ξεχύνεται ἀπὸ τὸ ἔργο του. Ἰδιαίτερα, σὲ ὅ,τι ἐγγίζει τὰ περιστατικὰ τῆς, λαϊκῆς «αἱ ἐθνικῆς ζωῆς. διακρίνει κανεὶς εὔκολα τὴν ἄμεση αἴσθηση ποὺ ἑρμηνεύει ἔγκυρα τὰ φαινόμενα καὶ ἐξάγει τὴν οὐσία τους. Δὲν εἶναι, εἶπα πρίν, ἡ τυπικὴ φιλολογικὴ μέθοδος, ἀλλὰ κάτι ἀσύγκριτα πιὸ πολύτιμο τοῦ ἐπιτρέπει νὰ σχολιάζει καὶ νὰ ξεκαθαρίζει προβλήματα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ μὲ μιὰ κριτικὴ διαίσθηση ποὺ μόνο ξαναβρίσκουμε στὶς ἀνάλογες ἐργασίες τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη.
Γνήσιος χωριάτης τῆς Ρούμελης γνωρίζει ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ τόπου του κ᾿ ἐνδιαφέρεται γιὰ κάθε του ἐκδήλωση τὸν ἀπασχολοῦν ἐξίσου οἱ λαϊκὲς διακοσμήσεις ποὺ ἀπαντάει στὸ δρόμο του, ὁ φυσικὸς κόσμος ποὺ τὸν περιβάλλει καὶ στὸν ὁποῖον αἰσθάνεται ὅτι ἄμεσα μετέχει, ὁ μυθικὸς κόσμος ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ ἀπὸ τὴν φαντασία τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ εἶναι συγγενικοί. Ὅπου βρεθεῖ, πρώτη του φροντίδα εἶναι νὰ ζητήσει πληροφορίες γιὰ τὸ λεξιλόγιο τοῦ τόπου, τὴν φυσικὴ ὀνοματολογία καὶ ἰδιαίτερα τὰ τοπωνύμια νιώθει πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι κομμάτια τῆς ζωῆς καὶ ἀναπόσπαστα δεμένα μ᾿ ἐκείνην, κι ἀνάλογη μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ ἐκείνην εἶναι καὶ ἡ φροντίδα του γι᾿ αὐτά. Ἀγαπάει καὶ πονεῖ τὰ περασμένα τοῦ τόπου του, γιατὶ μαζί τους δὲν τὸν δένει μιὰ θεωρία ἱστορική, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ παράδοση. ποὺ τὴν συνεχίζει ὁ ἴδιος χωρὶς διακοπή. Γιὰ τοῦτο τὸν βλέπουμε συχνὰ νὰ μὴν ἐγκρίνει τὴν κίνηση γιὰ τὶς μετονομασίες, ποὺ παρ᾿ ὅλη τὴν πολεμικὴ ποὺ τῆς γίνεται ἑκατὸ χρόνια τώρα, τείνει σιγὰ σιγὰ νὰ μεταβάλει τὴν τοπωνυμικὴ μορφὴ τῆς Ἑλλάδας, σπάζοντας ἔτσι κάποτε πολύτιμους κρίκους τῆς παράδοσης. Ἄλλοτε ὅμως πάλι τὸν παρασύρει ἡ βαθύτερη αἴσθηση τῆς ἑνότητας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, καὶ τὸν βλέπουμε νὰ ἐγκρίνει μεταβολὲς τοπωνυμίων ὅταν ξαναδίνουν στοὺς τόπους τὰ ἀρχαῖα τους ὀνόματα ἔτσι π.χ. ὅταν μεταβάλλουν σὲ Θέρμο τὸ ὄνομα τοῦ Κεφαλόβρυσου.
Ἐνδιαφέρεται ἰδιαίτερα γιὰ κάθε τόπο ποὺ ἀγκάλιασε τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς ἱστορίας μας, ποὺ τὶς σημαδεύει καὶ τὶς λαμπρύνει. Γιὰ τὰ μοναστήρια ποὺ συντήρησαν ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς πίστης· φροντίζει νά μάθει τὰ ἱστορικά τους ὅπως ἐφρόντιζε καὶ γιὰ τὴν ὑλική τους διάσωση. Γιὰ τὶς σπηλιές, γιὰ τὰ ταμπούρια, γιὰ τὰ λημέρια τῶν κλεφτῶν τὰ ἐξακριβώνει, τὰ περιγράφει, ἀφηγεῖται τὰ ἱστορικά τους. Μὰ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλα τὸν ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ ἄνθρωποι, οἱ μεγάλες μορφὲς τῆς πρόσφατης ἱστορίας μας, κατάλληλες νὰ προκαλέσουν τὴν ἅμιλλα στὶς εὐγενικὲς ψυχὲς τῶν ἀπογόνων, νὰ τροφοδοτήσουν τὸν θρῦλο. Εἴτε στὸν κλῆρο ἀνήκουν, εἴτε στὰ γράμματα, εἴτε στὰ ὅπλα, γίνονται τὸ ἀντικείμενο τῆς στοργικῆς του φροντίδας καὶ μελέτης. Ὁ νεομάρτυς Ἰάκωβος, ὁ Εὐγένιος, ὁ Κοσμᾶς, ὁ Χρύσανθος, οἱ τρεῖς Αἰτωλοί, μὰ ξεχωριστὰ ἡ γενναία καὶ δυνατὴ προσωπικότητα τοῦ Κατσαντώνη, τὸν ἐμπνέουν καὶ τὸν ἀπασχολοῦν ἀδιάκοπα.
Τὸ μεγάλο βιβλίο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει γιὰ τὸν Κατσαντώνη, ἔχει τίτλο χαρακτηριστικὸ «Οἱ Κατσαντωναῖοι, ἱστορία καὶ θρῦλος» μὰ κ’ ἕνα παλιότερο βιβλίο του, ὁδοιπορικό, ὀνομάζεται «Στὰ βουνὰ τοῦ Κατσαντώνη» καὶ μιὰ ἄλλη μελέτη του «Στὰ λημέρια τοῦ Κατσαντώνη». Τὸ πνεῦμα τοῦ Κατσαντώνη ζεῖ ἀκόμη μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Λουκόπουλου, καθὼς ζεῖ στὰ βουνὰ τῆς Ρούμελης, ὅπου ὣς σήμερα εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν τοπικὸς ἥρωας, ὁ θρυλικός. Ὁ Δημήτρης Λουκόπουλος ἔβρισκε στὸν παλιὸ κλέφτη τὸ ἰδανικὸ πρόσωπο τῆς Ρούμελης, τὸν ἁπλὸ καὶ μαζὶ γενναῖο καὶ μεγαλόψυχο ἄντρα, τὸν λεβέντη, καθὼς ἀποτύπωσε τὴν μορφή του τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Ἐξυμνῶντας τὸν ἥρωα τῶν τόπων ἐκείνων, ὁ Λουκόπουλος ὑμνοῦσε τὴν ἴδια τὴν Ρούμελη ποὺ τόσο τὴν ἀγάπησε ἔρριξε μέσα στὴ μελέτη του ἀκέριο τὸν ἑαυτό του, ἀκέρια τήν ἱστορική του ἐμπειρία, τὴν πείρα τὴν ἀνθρώπινη καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὴν ἐξαίσια χάρη τοῦ λόγου του.
Ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν θέλει κανεὶς ἀπὸ μιὰν ὁρισμένη καὶ περιορισμένη σκοπιὰ νὰ θυμηθεῖ τὸν Δημήτρη Λουκόπουλο, δύσκολο εἶναι νὰ ξεχάσει τὶς ἄλλες του πλευρές. Ἀκέραιος ἄνθρωπος, τετράγωνος, βγαλμένος ὅλος ἀπὸ μιὰ πνοή, δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐφαρμόσει σ᾽ αὐτὸν τὶς τεχνητὲς τομές, ποὺ ἄν πάντοτε εἶναι συμβατικές, γίνονται προκρουστικὸ ἀληθινὰ κρεββάτι ὅταν ἐφαρμόζονται σὲ προσωπικότητες καθὼς τοῦ Λουκόπουλου. Ἔτσι κλείνοντας τὸ σημείωμα τοῦτο ὅπου ἔπρεπε ἀποκλειστικὰ νὰ ἀντικρύσω τὸν Λουκόπουλο σὰν ἱστοριοδίφη, νιώθω πὼς θὰ πρόδινα τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια, ἂν δὲν ἔφθανα νά τὸν περιγράψω, ὄχι ὁλόκληρο, ἀλλὰ τουλάχιστον σὲ κάποιες ἐκδηλώσεις του, ποὺ ἔχουν τὴ θέση τους καὶ μέσα στὸ ἱστορικὸ του ἔργο, Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ἀκέριος, ὁ ἄρτιος αὐτὸς ἐκπρόσωπος τῆς ἑλληνικῆς γῆς, εἶχε τόσο πολὺ ἑνωθεῖ μαζί της, εἶχε τόσο πολὺ ριζώσει σ᾽ ἐκείνην, στὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς ἑλληνικῆς γῆς ποὺ τὸν ἐξέθρεψε καὶ τὸν ἀνάστησε πνευματικά, ὥστε ἀποτελοῦσε κάτι σὰν μιὰ φυσική της προέκταση. Ἡ γνωμική του διάθεση, ἡ θυμοσοφία του, καὶ τὰ δυὸ πολὺ χαρακτηριστικὰ τῆς πνευματικῆς του φυσιογνωμίας, νιώθεις ὅτι βλασταίνουν μέσα ἀπὸ μιὰ προαιώνια παράδοση, ὅτι ξεφυτρώνουν ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου ἡ ἱστορία γίνεται πείρα, γίνεται ζωή. Τέλος τὸ ὕφος του γιατὶ ὁ Λουκόπουλος εἶχε δικὸ του συγγραφικὸ ὕφος, ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ περάσει ἀμνημόνευτο. Κι αὐτὸ βγαίνει ἀπὸ τὴν μακρὰ καὶ ἐνσυνείδητη ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ κληρονομιά.
Εὔχομαι νὰ δημοσιευθοῦν τ᾽ ἀνέκδοτα ἔργα του εὔχομαι ἀκόμη νὰ χρησιμοποιηθεῖ οὐσιαστικὰ ἀπὸ τοὺς νεότερους - ὅπως δὲν ἔγινε ἀκόμη - τὸ ἔντυπο ὑλικὸ ποὺ μᾶς ἔχει ἀφήσει. Μὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα εὔχομαι ἡ σεμνή του μορφὴ νὰ σταθεῖ ὑπόδειγμα γιὰ ὅσους ἀποφασίζουν νὰ ἀφιερωθοῦν στὴν μελέτη τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, σὰν σταθερὸ καὶ στέριο δεῖγμα τοῦ κατακόρυφου δρόμου ποὺ ἔχει κανεὶς ν᾿ ἀκολουθήσει ὅταν θέλει νὰ ἱστορήσει ἕναν λαό. Κατακόρυφα πρὸς τὴν ψυχή του.